H εμφάνιση του πληθωρισμού ύστερα από δεκαετίες προκαλεί σοκ στην παγκόσμια οικονομία, το οποίο δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως αισθητό. Τα νοικοκυριά βιώνουν το φαινόμενο ως ακρίβεια, που στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με μείωση εισοδήματος, η οποία είναι αναλογικά μεγαλύτερη για τα μεσαία και φτωχότερα στρώματα. Πλήττονται με διάφορες μορφές και οι επιχειρήσεις, κυρίως οι πιο ευάλωτες μικρές και μεσαίες, αλλά όχι μόνο.
Στην πραγματικότητα συντελείται άλλη μια αρνητική αναδιανομή εισοδήματος, η οποία θα ενισχύσει έτι περαιτέρω τις ανισότητες, οι οποίες διευρύνονται σταθερά τις τελευταίες δεκαετίες.
Τα τελευταία χρόνια οι κεντρικές τράπεζες δημιούργησαν τεράστιες ποσότητες νέου χρήματος (η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση ή «τύπωμα χρήματος») για να αντιμετωπίσουν την ύφεση και τον κίνδυνο κατάρρευσης τραπεζών και άλλων οργανισμών που θεωρούνται «πολύ μεγάλοι για να αποτύχουν», τροφοδοτώντας και με τον τρόπο αυτό την ανισότητα. Μεγάλο μέρος των χρημάτων αυτών, που υπολογίζονται σε περίπου 28 τρισ. δολάρια, επενδύθηκε σε «χαρτιά» -μετοχές, ομόλογα και άλλα- και όχι στην πραγματική οικονομία, προκαλώντας ένα υπερδεκαετές χρηματιστηριακό ράλι, το οποίο έκανε το «πλουσιότερο 1%» των ανθρώπων… ακόμα πλουσιότερο.
Τώρα οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τον πληθωρισμό μαζεύοντας πίσω τα τεράστια ποτάμια χρήματος που έχουν διοχετεύσει στην αγορά και ανεβάζοντας τα επιτόκια, αλλά οι ενέργειες αυτές θα χτυπήσουν την οικονομία με πολλούς τρόπους. Ενα χρηματιστηριακό κραχ είναι πάντα πιθανό, για πολλούς αναμενόμενο, για κάποιους καλοδεχούμενο για να εκκαθαριστεί η οικονομία από τα «ζόμπι» που συντηρήθηκαν με το φτηνό χρήμα.
Το πρόβλημα είναι ότι το κραχ και το «σφίξιμο» της νομισματικής πολιτικής, με υψηλότερα επιτόκια, πέρα από τη ζημιά στις επενδύσεις όσων ανήκουν στο «1%», θα δημιουργήσει οικονομική πίεση, ανεργία και νέο πλήγμα στα εισοδήματα των μεσαίων και φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων.
Αλλος ένας μηχανισμός αρνητικής αναδιανομής εισοδημάτων και περιουσιακών στοιχείων.
Αρκετοί οικονομολόγοι συνδέουν την αύξηση των ανισοτήτων με αυξανόμενες συγκρούσεις στις διεθνείς σχέσεις και πολέμους και βλέπουν στη σημερινή εποχή ομοιότητες με εκείνη του Μεσοπολέμου και την περίοδο που προηγήθηκε του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η οικονομία και η πολιτική δεν είναι ακριβείς επιστήμες, οπότε η αιτιώδης σχέση των φαινομένων παραμένει πάντα μια υπόθεση προς απόδειξη, αλλά το γεγονός είναι ότι σήμερα οι πάντες διαπιστώνουν πως το σύστημα έχει φτάσει σε αδιέξοδο, το οποίο δεν είναι ορατό πώς θα ξεπεραστεί.
Δεν φαίνεται να υπάρχουν τα εργαλεία, ούτε οι πολιτικές προϋποθέσεις.
Αντιθέτως, βρισκόμαστε εν μέσω αυξανόμενων συγκρούσεων, τις οποίες πολλοί θεωρούν ως την αρχή του Γ’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο οποίος διεξάγεται ήδη με οικονομικά, τεχνολογικά και, πλέον, στρατιωτικά μέσα.
Οι κεντρικές τράπεζες δέχονται κριτική ότι δεν ανταποκρίθηκαν στην αποστολή τους να ελέγξουν τον πληθωρισμό, καθώς «πιάστηκαν στον ύπνο», άργησαν να αντιληφθούν το βάθος του φαινομένου και αναγκάζονται να αντιδράσουν καθυστερημένα και υπερβολικά, διακινδυνεύοντας να προκαλέσουν ύφεση, κραχ και ανεργία.
Φαίνεται, όμως, ότι αυτή είναι μόνο η μισή αλήθεια. Διότι το πρόβλημα είναι ευρύτερο και δείχνει ότι στην πραγματικότητα αυτό το συγκεκριμένο σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να παράγει αποσταθεροποίηση, συγκρούσεις και, εντέλει, καταστροφή του περιβάλλοντος που μπορεί να οδηγήσει στον αφανισμό του homo sapiens.
Εάν οι κεντρικές τράπεζες δεν «τύπωναν» χρήμα, θα είχαμε ύφεση και κατάρρευση τραπεζών. Τώρα που θα σταματήσουν, πιθανότατα θα έχουμε κραχ και ανεργία.
Παγκοσμιοποιημένες αγορές-«καζίνο» όπου γυρνάνε τα τελευταία χρόνια δεκάδες φρεσκοτυπωμένα τρισ. δολάρια (φρέσκος αέρας, δηλαδή) για να τροφοδοτούν υπερκατανάλωση που καταστρέφει τον πλανήτη και όπου… 1.000 άνθρωποι φτάνουν να κατέχουν το μισό ΑΕΠ…
Το αδιέξοδο είναι πλήρες και δείχνει ότι οι πολιτικές των τελευταίων δεκαετιών όχι απλώς έχουν χάσει τη χρησιμότητά τους, αλλά είναι επικίνδυνες.
Το ζήτημα πλέον είναι εάν υπάρχει δυνατότητα για ήπια, ειρηνική μετάβαση σε μια άλλη ισορροπία ή όχι.