Οι αριθμοί συνήθως λένε την αλήθεια, αλλά βεβαίως όχι πάντα. Προχθές, στην ετήσια ανάλυση του economist για τις χώρες με τις καλύτερες αποδόσεις στην οικονομία το 2023, η Ελλάδα μας, φιγουράρει στην πρώτη θέση ανάμεσα σε 35 χώρες. Η κατάταξη γίνεται με βάση πέντε οικονομικούς και χρρηματοοικονομικούς δείκτες που είναι ο πληθωρισμός, το εύρος του πληθωρισμού, η ανάπτυξη, η απασχόληση και οι επιδόσεις του χρηματιστηρίου. Γίνεται μάλιστα ιδιαίτερη μνεία στις αποδόσεις του Χρηματιστηρίου όπου σημειώνεται αύξηση 43,8% της χρηματιστηριακής αξίας της ελληνικής αγοράς χωρίς να λαμβάνεται υπόψη πόσους αφορά αυτός ο δείκτης!
Σαφώς η ανάλυση αυτή και η πρωτιά για όσους θέλουν να βλέπουν πάντα το ποτήρι μισογεμάτο, τους ενθουσιάζει. Παραβλέπουν όμως πως η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών αδιαφορεί για το ποσοστό του γενικού πληθωρισμού και εστιάζει εκεί που πονάει η τσέπη του και κάνει την καθημερινότητα του επώδυνη. Δηλαδή την ακρίβεια στο ράφι που είναι τριπλάσια από τον επίσημο πληθωρισμό. Σε μέσους όρους όντως ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται με τη συνδρομή κυρίως των τιμών της ενεργειακών προϊόντων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι αριθμοί δεν λένε ψέματα. Όπως δεν λένε βέβαια ψέματα και οι αριθμοί που βλέπουν οι καταναλωτές στα προϊόντα που πρέπει να βάλλουν στο οικογενειακό τραπέζι.
Κι είναι αλήθεια πως η ανάπτυξη της οικονομίας, σημειώνει αύξηση κατά 2,5%. Το ερώτημα όμως είναι αν αυτή η ανάπτυξη διαχέεται στους πολίτες αναλογικά και αν αυτή μπορεί να αντισταθμίσει τις απώλειες στο εισόδημα από άλλους μη μετρήσιμους δείκτες, που δεν υπολογίζουν οι έγκριτες -κατά τα άλλα- αναλύσεις.
Την ίδια στιγμή που οι οπτιμιστές πανηγύριζαν για την πρωτιά του economist, παραβλέποντας βέβαια από ποια βάση εκκινούσε η μέτρηση, η οποία δεν είναι άλλη από τον βάραθρο που βρέθηκε η ελληνική οικονομία για μια τουλάχιστον δεκαετία, ερχόταν μια άλλη έρευνα, αυτή του ευρωβαρόμετρου, η οποία μας εμφανίζει ως τον πιο απογοητευμένο λαό της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με βάση λοιπόν αυτή την έρευνα οι Έλληνες ερωτώμενοι σε ποσοστό 60% δήλωσαν απογοητευμένοι από τη ζωή τους σε σχέση με 19% κατά μέσο όρο που δήλωσαν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι των 28 χωρών!
Κι αυτή η αρνητική πρωτιά δεν είναι δυσεξήγητη όταν στα δέκα χρόνια της χρεοκοπίας, οι Έλληνες είδαν να μειώνονται τα εισοδήματά τους έως και 50%, όταν εκατοντάδες χιλιάδες έχασαν τα σπίτια τους, όταν χιλιάδες έβαλαν λουκέτο στις επιχειρήσεις τους, όταν χάθηκαν τα εργασιακά δικαιώματα και ο κατώτατος μισθός υποκαταστάθηκε από τον υποκατώτατο!
Και πώς να μην είναι απογοητευμένοι από τη ζωή τους οι Έλληνες όταν απέχουν παρασάγγες από το μέσο βιοτικό επίπεδο των χωρών της Ευρωζώνης. Και επιχαίρουμε γιατί «καταφέραμε» να παραμείνουμε στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ που είναι η Ευρωζώνη αλλά την ίδια στιγμή βιώνουμε μια σκληρή πραγματικότητα που σε πολλές περιπτώσεις προσιδιάζει με τις εκτός ΕΕ χώρες της Βαλκανικής!
Λογικές επομένως ακούγονται οι απαντήσεις που έδωσαν οι Έλληνες και με βάση τις οποίες το 52% νιώθουν κακή την επαγγελματική τους κατάσταση, το 76% θεωρεί κακή την οικονομική κατάσταση του νοικοκυριού τους και το 58% εξέφρασε την εκτίμηση πως θα χειροτερέψει τον επόμενο χρόνο.
Και μπορεί οι δείκτες και οι οίκοι αξιολόγησης να μας απονέμουν εύσημα γιατί πλέον δεν είμαστε το μαύρο πρόβατο της διεθνούς κοινότητας, αλλά αυτοί δεν έχουν καμιά υποχρέωση κι ούτε φυσικά μπορούν να πείσουν το 97% των Ελλήνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας «κακή» ούτε το 70% που πιστεύουν πως θα χειροτερέψει τους επόμενους 12 μήνες.
Αυτό είναι υποχρέωση της κυβέρνησης. Κι άλλος τρόπος για να αλλάξει γνώμη στους απογοητευμένους Έλληνες δεν υπάρχει για την κυβέρνηση, από το να ενισχύσει το εισόδημά τους, να περιορίσει την ακρίβεια και να τους μεταδώσει ένα αίσθημα ασφάλειας και ανάπτυξης για όλους και όχι μόνο για τις ομάδες εκείνες του πληθυσμού που έχουν δυνατότητες πίεσης ή και εκβιασμού. Αυτονόητο πως αυτό δεν μπορεί να είναι μόνο στόχος και στοίχημα, αλλά μια βασική αναγκαιότητα και προτεραιότητα.