Τις τελευταίες ημέρες πολιτικό σύστημα και media έχουν στήσει στον τοίχο τις τράπεζες και πυροβολούν κατά βούληση. Τα επιτόκια, οι προμήθειες, οι ευάλωτοι δανειολήπτες έχουν έρθει στο προσκήνιο και αποτελούν αντικείμενο πολιτικού διαλόγου. Στο πλαίσιο λοιπόν της πολιτικής αναγκαιότητας, ενόψει και των επικείμενων εκλογών, οι τράπεζες καλούνται να συνεισφέρουν βοηθώντας ευάλωτους δανειολήπτες, μειώνοντας χρεώσεις κ.λπ.
Προφανώς οι τράπεζες το επόμενο διάστημα, κάτω και από το βάρος των εντεινόμενων πιέσεων, θα εναρμονιστούν -σε κάποιον βαθμό, τουλάχιστον- με τις κυβερνητικές επιθυμίες. Η διαδικασία διαπραγμάτευσης Κυβέρνησης – Τραπεζών διεξάγεται δημόσια, με την κοινή γνώμη να παρακολουθεί αναμένοντας τα αποτελέσματα. Περιμένοντας λοιπόν τις όποιες αποφάσεις, πρέπει να έχουμε να έχουμε μια ρεαλιστική εικόνα για τις ελληνικές τράπεζες και την εγχώρια αγορά.
Λέγονται πολλά για τα υπερκέρδη των τραπεζών, αλλά δεν έχει δοθεί μια πειστική απάντηση γιατί το δήθεν El Dorado της ελληνικής αγοράς δεν συγκινεί καμία ξένη τράπεζα. Όλες (Societe Generale, BCP, Citibank κ.ά.) έχουν αποχωρήσει από τη χώρα και ο λόγος δεν ήταν μόνον η κρίση, καθώς κάποιες έφυγαν πριν από την εκδήλωσή της, ενώ η τελευταία ξένη τράπεζα που υπήρχε στη χώρα, η ΗSBC, εγκαταλείπει τώρα την ελληνική αγορά.
Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να μείωσαν σημαντικά τα κόκκινα δάνεια αλλά ακόμη δεν έχουν θεραπεύσει όλες τις πληγές της 10ετούς κρίσης. Στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου οι τέσσερις συστημικές τράπεζες παρουσίαζαν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ύψους 10,7 δισ. ευρώ, με τους δείκτες NPE να απέχουν ακόμη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον, εφόσον οι τράπεζες νέμονται τα υπερκέρδη της ελληνικής αγοράς γιατί την ίδια στιγμή οι μετοχές τους διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο σημαντικά κάτω από τη λογιστική τους αξία, σε σχέση και με το εξωτερικό; ‘Η, ακόμη, γιατί καλούνται να πληρώσουν τοκομερίδια του 8% και 10% για την έκδοση των ομολόγων τους;
Οι διοικήσεις των τραπεζών λογοδοτούν στους μετόχους τους. Απασχολούν κεφάλαια περίπου 25-30 δισ. για τα οποία πρέπει να εξασφαλίζουν μια απόδοση της τάξης του 10%, σύμφωνα με τα διεθνώς αποδεκτά επίπεδα. Άλλωστε, οι τράπεζες είναι απαραίτητο να έχουν κερδοφορία και ρευστότητα για να μπορούν να δίνουν νέα δάνεια. Προφανώς και μια μείωση της κερδοφορίας τους θα επηρεάσει τον επόμενο χρόνο και τις χορηγήσεις. Υπενθυμίζεται ότι η πιστωτική επέκταση φέτος φτάνει το 12,5%, και είναι ένας βασικός και καθοριστικός συντελεστής για να παρουσιάσει η χώρα ανάπτυξη πέριξ του 6%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις.