Η αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργούν στους Ελληνες η ενεργειακή κρίση και ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι μια πολύ δύσκολη άσκηση για την κυβέρνηση. Οχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για πολιτικούς λόγους.
Προτού ξεκινήσει ο πόλεμος η ενεργειακή κρίση είχε οδηγήσει σε γενναίες αυξήσεις τις τιμές της ενέργειας αλλά και σχεδόν όλων των προϊόντων της καθημερινότητας των νοικοκυριών. Τρόφιμα, ρούχα, καταναλωτικά προϊόντα. Ο πληθωρισμός είχε ξεφύγει και είχε φτάσει στο 5% προτού ξεκινήσει ο πόλεμος, δημιουργώντας σοβαρό πρόβλημα στα πιο ευάλωτα νοικοκυριά, ενώ η άνοδος των τιμών της ενέργειας αύξανε επικίνδυνα το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων και μείωνε την ανταγωνιστικότητά τους. Τότε, πριν από τον πόλεμο, οι ευρωπαϊκές Αρχές και διάφοροι διεθνείς οργανισμοί εκτιμούσαν ότι ο πληθωρισμός θα είναι ένα παροδικό πρόβλημα. Συγκεκριμένα υποστήριζαν ότι οι τιμές θα ανεβαίνουν το πρώτο τρίμηνο του 2022, αλλά στη συνέχεια θα σταθεροποιούνταν και αργότερα θα έπεφταν. Ετσι κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός για την Ευρώπη θα είναι 3%, δηλαδή χαμηλός.
Με την έναρξη του πολέμου αυτές οι προβλέψεις έχασαν την αξία τους. Οπως αποδεικνύεται τώρα, οι τιμές της ενέργειας όχι μόνο δεν αποκλιμακώνονται, αλλά θα παραμείνουν σε πολύ υψηλά επίπεδα για πολύ καιρό, ίσως και για χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι ο πληθωρισμός θα συνεχιστεί αφού η ενέργεια θα προκαλεί άνοδο στις τιμές των προϊόντων και τα ελληνικά νοικοκυριά θα δυσκολεύονται διαρκώς.
Για να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση και να ανακουφίσει τα νοικοκυριά, η κυβέρνηση ανακοίνωσε στοχευμένες ενισχύσεις με εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια. Επιδοτεί το ρεύμα και τις βενζίνες των αυτοκινήτων και δίνει εφάπαξ επίδομα σε ανέργους και συνταξιούχους. Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση εξαντλεί τις δυνατότητές της στη στήριξη – παρά τις γκρίνιες της αντιπολίτευσης που χαρακτηρίζει τις στηρίξεις λίγες. Οι επιδοτήσεις είναι πολύ μεγάλες, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν επαρκούν. Δηλαδή η κυβέρνηση δίνει το μάξιμουμ που μπορεί, αλλά αυτό δεν φτάνει.
Το πορτοφόλι του μέσου εργαζομένου οριακά καλύπτει τις μηνιαίες ανάγκες του και των περισσότερων αδειάζει χωρίς να τις καλύψει. Φυσικά αυτό θα δημιουργήσει δυσαρέσκεια που θα μεταφραστεί και σε πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση κάποια στιγμή – κι αυτός είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας για τις κυβερνητικές αποφάσεις.
Τι θα μπορούσε να κάνει η κυβέρνηση για να πετύχει μεγαλύτερη ανακούφιση από τις υψηλές τιμές της ενέργειας; Να λειτουργήσει ξανά άμεσα τα λιγνιτικά εργοστάσια που έχουν σταματήσει να λειτουργούν. Ομως αυτό κολλάει σε δύο σημεία. Πρώτον, στη δέσμευση της κυβέρνησης για απολιγνιτοποίηση άμεσα – με πάρα πολύ γρήγορο ρυθμό, πιο γρήγορο από αυτόν που αντέχει η οικονομία και, δεύτερον, στο ενδεχόμενο κάποιες λιγνιτικές μονάδες να μην είναι σε θέση να λειτουργήσουν μετά τη διακοπή της παραγωγής τους.
Παρά τις δυσκολίες, η κυβέρνηση πρέπει να χωνέψει ότι η ταχεία απολιγνιτοποίηση δεν είναι εφικτή και να βρει τρόπο ώστε όλα τα λιγνιτικά εργοστάσια να ξαναλειτουργήσουν άμεσα. Αν αυτό συμβεί, το κόστος της ενέργειας θα πέσει σημαντικά και οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά θα ανακουφιστούν. Αυτή τη στιγμή έχει ξαναμπεί στο σύστημα όποιο λιγνιτικό εργοστάσιο είναι λειτουργικό, πολλά όμως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσουν και χρειάζονται επισκευές. Αυτά που λειτουργούν δεν αποδίδουν το 100% της δυναμικότητάς τους αλλά κάνουν οικονομία στον λιγνίτη (και στα νερά τα υδροηλεκτρικά) από τον φόβο του καλοκαιριού. Ενας καύσωνας το καλοκαίρι απαιτεί πολύ περισσότερο ρεύμα και γι’ αυτό χρειάζονται αποθέματα που δημιουργούνται τώρα.
Η Ευρώπη πανικόβλητη -μετά την έναρξη του πολέμου- ανακοίνωσε ως στόχο την απεξάρτησή της από εισαγωγές ενέργειας. Αυτό θα απαιτήσει μία δεκαετία. Η Ελλάδα μπορεί να το κάνει πιο γρήγορα με τον λιγνίτη και τα υδροηλεκτρικά και σταδιακά να επενδύσει στις εναλλακτικές με άνεση χρόνου.
Γεράκια εναντίον περιστερών
Από την άλλη μεριά, οι ελπίδες της κυβέρνησης -και όλων μας- ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα χαλαρώσει την πολιτική της και δεν θα προχωρήσει σε σκληρή επιτοκιακή πολιτική για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, μάλλον χάνονται. Στις τελευταίες συνεδριάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επικρατούν τα γεράκια έναντι των περιστερών (εμείς και ο ευρωπαϊκός Νότος ανήκουμε στις περιστερές). Τα γεράκια (η ζώνη επιρροής της Γερμανίας) δεν δέχονται στηρίξεις με επιδόματα αλλά μόνο με δάνεια και δέχονται αυξήσεις επιτοκίων για να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός. Αν τα επιτόκια ανέβουν, εκτός από τον πληθωρισμό, θα έχουμε και στασιμότητα, δηλαδή ύφεση, και θα πετύχουμε το τέλειο δράμα, τον στασιμοπληθωρισμό. Και αν τελικά φτιαχτεί ένα νέο ευρωπαϊκό ταμείο για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους, θα είναι δανεικά και θα επιβαρύνουν το ήδη τεράστιο χρέος μας.
Με λίγα λόγια, σχηματίζεται μια τέλεια καταιγίδα πάνω από την ελληνική οικονομία, η οποία έχει ιδιαίτερα χαμηλούς μισθούς, τεράστιο χρέος και ήλπιζε σε ένα πολύ ταχύ ρυθμό ανάπτυξης για να ορθοποδήσει. Τώρα το υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούν μεν ότι τα πράγματα θα πάνε χειρότερα απ’ ό,τι υπολόγιζαν πριν από τον πόλεμο, μιλάνε όμως για μικρή επιδείνωση, δηλαδή για αύξηση του πληθωρισμού κατά 1% περισσότερο από πριν και μείωση του ρυθμού ανάπτυξης κατά 1% από τις προηγούμενες προβλέψεις. Αυτό σημαίνει πληθωρισμός 5%-7% και ανάπτυξη 3% για την Ευρώπη και ίσως λίγο υψηλότερη για εμάς για το 2022. Μακάρι να επιβεβαιωθούν αυτές οι προβλέψεις και να αποφευχθεί η ύφεση, αλλά αν ο πόλεμος συνεχιστεί και αν οι ενεργειακές τιμές παραμείνουν εκεί που είναι σήμερα, αυτό το σενάριο θα αποδειχθεί αισιόδοξο.