Με τόσα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα στο εσωτερικό της ή στα σύνορά της -Ουκρανία, Μέση Ανατολή και λίγο πιο «πίσω» Καύκασος (Ναγκόρνο Καραμπάχ) και Βαλκάνια (Κόσσοβο)- το μέγα θέμα της Ευρώπης δεν είναι πια, όπως ήταν τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, η οικονομία: είναι η ειρήνη. Ειρήνη, σε έναν κόσμο που βράζει, σημαίνει είτε στρατιωτική ισχύς, είτε εξωτερική πολιτική, δυο τομείς εκτός «ενωσιακού χρωμοσώματος» αλλά και χωρίς ενωσιακά εργαλεία. Κι αν η άμυνα τώρα χτίζεται, για την εξωτερική πολιτική ισχύει παραδοσιακά ότι αν τα πράγματα μπορούν να πάνε άσχημα, θα πάνε ακόμα χειρότερα. Ενώ η Ουκρανία έδειχνε, σε μια πρώτη φάση, να διαψεύδει τον κανόνα, η Παλαιστίνη τον επαναφέρει με ορμή που παρασύρει τα πάντα.
Σε ένα αντικειμενικά δυσεπίλυτο, αν όχι ανεπίλυτο, διεθνές γεγονός -με πολιτικές, ιστορικές, θρησκευτικές, συναισθηματικές, διπλωματικές εκφάνσεις και εντάσεις- η Ένωση «κατάφερε» να μπλεχτεί και να διχαστεί ακόμα περισσότερο από όσο μας είχε ως τώρα συνηθίσει. Μετέτρεψε, συχνά καλόπιστα αλλά πάντα άγαρμπα, όλα τα διλήμματα σε παγίδες. Ενώ δεν προβληματίστηκε ιδιαίτερα για το αν θα στήριζε το Ισραήλ μετά την επίθεση που δέχτηκε από τη Χαμάς -το χτύπημα, η αγριότητα και η στόχευσή του δεν άφηναν περιθώρια-, τα έκανε θάλασσα στη γλώσσα και στην ποσολογία –γιατί και σε βάρος των Παλαιστινίων εξυφαίνεται ανθρωπιστικό έγκλημα. Τα μπρος-πίσω σχετικά με τη συνέχιση της βοήθειας στους Παλαιστινίους εξέθεσαν αλλά και ανέδειξαν τα ελλείμματα συνεννόησης και προετοιμασίας. Η μοναχική, χωρίς «εντολή» (mandate) και ατζέντα, επίσκεψη της Προέδρου της Επιτροπής στο Ισραήλ φανέρωσε όχι απλώς έλλειψη συντονισμού, αλλά και προσωποποίηση, που δεν είναι παράλογο, είναι όμως θλιβερό να αντιμετωπίζεται με όρους ακόμα μεγαλύτερης προσωποποίησης: ο Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου δεν χάνει ευκαιρία να μαχαιρώσει ενώπιον κοινού την Πρόεδρο της Επιτροπής, και δεν έχασε ούτε αυτήν, ενώ οι αρχηγοί των μεγάλων χωρών –Γερμανία, Ιταλία, Γαλλία- οργάνωσαν τις δικές τους επισκέψεις-παρεμβάσεις, επίσης ερήμην του «κοινού μετώπου». Οι αμφιβολίες για συμμετοχή Ευρωπαίων ηγετών στη «διάσκεψη του Καϊρου», την περασμένη Κυριακή, δεν οδήγησε, ούτε αυτή, σε συνεννόηση, αλλά σε κατ’ ιδίαν αποφάσεις, με αποτέλεσμα πάλι να μην ακουστεί -να μην υπάρξει- «ευρωπαϊκή φωνή». Οι αμφιβολίες και οι διαφωνίες μεταφέρονται σιγά-σιγά και στο ουκρανικό μέτωπο: μήπως η Ευρώπη ενεργεί με δυο μέτρα και δυο σταθμά; Μήπως η στήριξη στη μια περίπτωση ήταν υπερβολικά πλατιά και στην άλλη υπερβολικά μονομερής;
Εξ ορισμού δεν ήταν δυνατό στη σύρραξη στη Μέση Ανατολή, αντίθετα από τον πόλεμο στην Ουκρανία, χώρες με εντελώς διαφορετική οπτική και συμφέροντα -άλλες παραδοσιακά ισραηλόφιλες (Γερμανία, Αυστρία), άλλες φιλοπαλαιστιανιακές (Ισπανία, Ιρλανδία), άλλες «στη μέση και ανάλογα με τους καιρούς» (Ελλάδα, Κύπρος)- να συμφωνήσουν σε κοινή γραμμή σε όλα τα θέματα. Όμως, από το σημείο αυτό μέχρι να αφήσουν την αποκλειστική, εντός του «στρατοπέδου της Δύσης», αρμοδιότητα κινήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, να «αναβαθμίσουν» τον άξονα Κίνας -Ρωσίας και να δώσουν «όπλα» στην τελευταία για το δικό της πολεμικό μέτωπο, να (ξανα)βραχυκυκλώσουν τη γερμανο-γαλλική μηχανή εκεί που κάπως πήγαινε να πάρει μπρος και, ιδίως, να βγάλουν προς τα έξω την εικόνα τέτοιας γενικευμένης αμηχανίας, αν όχι αδυναμίας, υπάρχει απόσταση.
Απόσταση που εξηγεί πολλά: και για το χαρακτήρα της Ένωσης, αλλά και για τον εκτός ελέγχου πολλαπλασιασμό των εστιών ανάφλεξης σε έναν κόσμο που είναι, αντικειμενικά, φτωχότερος χωρίς ισχυρή Ευρώπη, η οποία ωστόσο, εξίσου αντικειμενικά, δεν είναι σε θέση να παίξει το ρόλο που της αρμόζει.