Την τακτική των πρόωρων αποπληρωμών του δημοσίου χρέους, προκειμένου να περνά αφενός το μήνυμα της ισχυρής δυναμικής της οικονομίας και αφετέρου να επωφελείται από τις ευνοϊκές τιμολογήσεις στα κρατικά ομόλογα, εφαρμόζει η Κυβέρνηση. Η Ελλάδα έστειλε το πρώτο σήμα στις αγορές με την αποπληρωμή, δυο χρόνια νωρίτερα από τη λήξη τους, των δανείων του ΔΝΤ. Τώρα είναι σε εξέλιξη η αποπληρωμή του διμερούς δανείου που λάβαμε από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης το 2010. Στις 9 Σεπτεμβρίου καταθέσαμε αίτημα με το οποίο ζητήσαμε να προχωρήσουμε τον Δεκέμβριο σε πρόωρη αποπληρωμή δόσεων ύψους 7,9 δισ. των διμερών δανείων.

Για να χρηματοδοτήσουμε αυτή τη συναλλαγή η Κυβέρνηση χρειάστηκε να επισπεύσει χρονικά την παραχώρηση της Αττικής Οδού, η οποία -αντί για τον Φεβρουάριο 2025, που ήταν προγραμματισμένη- θα ολοκληρωθεί ως συναλλαγή πριν το τέλος του έτους. Παράλληλα, ζητήσαμε «πράσινο φως» από τον ESM ώστε να χρησιμοποιήσουμε από το μαξιλάρι ρευστότητας ποσό 5 δισ. ευρώ.

Η Ελλάδα θα συνεχίσει την πολιτική των προπληρωμών των δανείων της, σε μια προσπάθεια να διατηρεί ανοικτό χώρο για να υποστηρίζει τις νέες εκδόσεις των κρατικών ομολόγων. Εφόσον τα πρωτογενή πλεονάσματα συνεχίσουν να είναι ίσα με τους ταμειακούς στόχους, το απόλυτο ύψος του χρέους μπορεί να μειώνεται, ενώ η χώρα διατηρεί εναλλακτικές επιλογές για να αντιμετωπίσει αβεβαιότητες. Πρόσφατα μιλώντας στο Bloomberg, ο υπουργός Οικονομίας Κ. Χατζηδάκης είπε ότι η χώρα επιδιώκει ως το 2028 να μειώσει στο 130% του ΑΕΠ το χρέος της.

Μετά την απόφαση να εγγραφούν στο τέλος του 2023 αναδρομικά από το 2012 οι τόκοι του δεύτερου μνημονίου (12,4 δισ.) και ακολούθως να εγγράφονται κατ΄ έτος, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε περίπου στο 167% του ΑΕΠ. Αυτή η εξέλιξη απορρόφησε την πίεση που συσσωρευόταν για το 2032, χρονιά που οι τόκοι έπρεπε να εγγραφούν συνολικά, καθώς το βάρος επιμερίζεται τώρα στα επόμενα χρόνια.

Αυτό όμως που είναι αναγκαίο για το χρέος – και προφανώς όχι μόνον για αυτό – είναι η Ελλάδα να ανέβει μια κατηγορία στις αξιολογήσεις. Πλην Moody’s, οι υπόλοιποι οίκοι μας έχουν δώσει επενδυτική βαθμίδα και έτσι σήμερα ισορροπούμε στο όριο. Μια αιφνίδια αρνητική εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα μπορούσε να πυροδοτήσει υποβάθμιση των χωρών της Ευρωζώνης και σε αυτήν την περίπτωση η Ελλάδα δεν έχει κανένα μαξιλάρι ασφαλείας. Από την πλευρά της η Goldman Sachs σε πρόσφατη ανάλυσή της και κρίνοντας από το μακροοικονομικό πεδίο και τις θετικές προοπτικές που δίνουν οι οίκοι αξιολόγησης, εκτιμά ότι η ελληνική οικονομία είναι καλά τοποθετημένη για να κερδίσει μια πρόσθετη αναβάθμιση στις επόμενες αξιολογήσεις, από τον Οκτώβριο μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου. Μακάρι να επιβεβαιωθεί, γιατί θα είναι ένα ακόμη σοβαρό βήμα στην πορεία για την επιστροφή στην κανονικότητα.