Στο τέλος της χρονιάς, είναι αρκετά καθαρή η εικόνα όσων περιμένουν την ευρωπαϊκή οικονομία, όχι όμως και των απαντήσεων που θα δοθούν. Και στις τρεις βασικές προκλήσεις, υπάρχει συμφωνία ως προς τα αίτια και την επιθυμητή κατεύθυνση και αναζητείται κοινό πεδίο ως προς την υλοποίηση.
Αξιοποίηση πόρων Ταμείου Ανάκαμψης: ανάγκη για γρήγορη απορροφητικότητα, σε τομείς αιχμής (κλιματική αλλαγή, ψηφιοποίηση) και με «οριζόντιο» αποτέλεσμα (διάχυση σε όλους τους τομείς της οικονομίας). Ζητούμενο η ένταξη σε κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές και, ακόμα περισσότερο, η διαμόρφωση μιας πραγματικής «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης».
Αλλαγή Συμφώνου Σταθερότητας: σύγκλιση στην ανάγκη προσαρμογών ώστε να μην ανακοπεί η αναπτυξιακή πορεία, διαφωνία για είδος και το «θεσμικό επίπεδο» (αναμόρφωση του ίδιου του Συμφώνου, που απαιτεί υιοθέτηση και από τις 27 χώρες, ή εισαγωγή εξαιρέσεων/αποκλίσεων μέσω δευτερογενούς νομοθεσίας). Ο νέος «άξονας» Γαλλίας-Ιταλίας, ή μάλλον Μακρόν-Ντράγκι (κανείς από τους οποίους δεν είναι απολύτως σίγουρο ότι θα συνεχίσει να ασκεί τα ίδια καθήκοντα τη χρονιά που έρχεται), θέτει ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας την «μη επιστροφή στους παλιούς κανόνες», δεν αποκλείει όμως τη λύση μέσω «ευελιξίας» και όχι «βαριάς» αλλαγής.
Ο νέος μεγάλος παίκτης, η Γερμανία του Σολτς, δεν απέχει πολύ από μια «προσαρμογή» όχι κανόνων αλλά λογικής, ενώ και η νέα ολλανδική κυβέρνηση, ως χτες αρχηγός των «σφιχτοχέρηδων», κάνει πλέον λόγο για «σύγκλιση προς τα άνω» (“upward convergence”, δηλαδή διατήρηση της αναπτυξιακής δυναμικής). Η ένταξη στο υπάρχον πλαίσιο «αναπτυξιακών δικλίδων», είτε υπό τη μορφή εξαίρεσης «πράσινων δαπανών» από τα απαγορευτικά όρια του Συμφώνου, είτε μέσω διευκόλυνσης χρηματοδότησης και κοινών πρωτοβουλιών, φαντάζει ως μια αρκετά πιθανή μέση οδός.
Πληθωρισμός: πέρα από τη διαφωνία για το φύλο του αγγέλου –είναι άραγε «δομικό» ή «παροδικό» φαινόμενο;-, το σημαντικό είναι η επίπτωση επί πρωτοβουλιών και «πακέτων στήριξης». Θα συνεχίσει η ΕΚΤ, που θεωρεί επισήμως, μέσω της Πρόεδρου Λαγκάρντ, αλλά κυρίως του επικεφαλής οικονομολόγου Φίλιπ Λέιν, τον πληθωρισμό «περαστικό», την ποσοτική χαλάρωση με τον ίδιο ρυθμό, τη στιγμή που η αμερικανική Fed ανακοίνωσε ήδη φρένο (“tapering”); Πόσο θα επηρεάσει η αλλαγή φρουράς στη Bundesbank ; (αλλαγή η οποία πιθανότατα έλαβε χώρα ακριβώς για να επηρεάσει). Η παρακολούθηση, πάντως, του πληθωρισμού, και ενδεχομένως η αντιμετώπιση αρνητικών συνεπειών του, δεν πρέπει να εξελιχθεί σε αυτοσκοπό, αντίθετα είναι ευκαιρία να λειανθεί η άκαμπτη θέση που έχει στα κείμενα, και στη φιλοσοφία, της ΕΚΤ.
Τα ευρωπαϊκά αυτά ζητήματα συνοδεύονται και από κάποιες ιδιαιτερότητες για τη χώρα μας: συνέχιση της συμμετοχής σε «στήριξη», εξισορρόπηση θετικών-αρνητικών τάσεων, λειτουργία ορισμένων καθαρά εθνικών θεσμών.
Μέχρι την απόκτηση της απαραίτητης επενδυτικής βαθμίδας, που δεν είναι διόλου απίθανο να λάβει χώρα μέσα στο 2022, αν «μαλακώσει» η πανδημία, έχει ήδη εξαγγελθεί ότι θα βρεθούν έμμεσοι τρόποι μη αποκοπής της Ελλάδας από ειδικά προγράμματα και εργαλεία–το στοίχημα είναι πόσο γρήγορα, και με τι όρους, θα περάσουμε από την εκ των άνω στήριξη στη συνεργασία σε πιο υγιείς βάσεις. Σε σχέση με την ιδιαιτερότητα της ελληνικής οικονομίας, που διαπιστώνεται και στην Ενδιάμεση Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, να παραμένουν σταθερά μεγαλύτερες οι εισαγωγές από τις –ελαφρώς μόνον αυξημένες- εξαγωγές, δεν μπορούμε να αναμένουμε «βοήθεια» από την Ένωση, αλλά έχουμε κάθε λόγο να πιαστούμε πιο γερά στο αναπτυξιακό τρένο της. «Ηρακλής», και γενικώς «κόκκινα δάνεια», ύπαρξη και ρόλος του ΤΧΣ, «αναβαλλόμενος φόρος» τραπεζών, αποτελούν ιδιότυπα θεσμικά μέτωπα με τα οποία ούτε έχουμε ξεμπερδέψει, ούτε μπορούμε να τα ξεχάσουμε.
Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε για το καλύτερο. Σε κάθε περίπτωση, το βασικό πρόβλημα της Ευρώπης, και της Ελλάδας, δεν σχετίζεται με την οικονομία, αλλά με την ποιότητα, την αντοχή και την εξύψωση της δημοκρατίας.