search icon

Γνώμες

Οι πρώην και οι επόμενοι

Η κριτική στην κυβέρνηση από τους δύο «πρώην» αποδείχθηκε ενοχλητική και επώδυνη, αλλά ακίνδυνη. Αν όσα είπαν Σαμαράς και Καραμανλής τα έλεγαν δύο «επόμενοι», από αυτούς που ακολουθούν τώρα τον Μητσοτάκη, θα μιλούσαμε σε άλλη βάση

Ορθώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε να μην απαντήσει στην κριτική που άσκησαν οι δύο πρώην πρωθυπουργοί Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής. Εφάρμοσε έναν από τους βασικούς κανόνες της πολιτικής: μη ρίχνεις λάδι στη φωτιά αν κινδυνεύεις να υποστείς εγκαύματα. Μπορεί, μάλιστα, με τη γνωστή ευελιξία που τον διακρίνει, να τη μετατρέψει σε όφελος.

Oλοι ομολογούν ότι η Νέα Δημοκρατία έλαβε ένα ηχηρό μήνυμα δυσαρέσκειας από την εκλογική της βάση στις ευρωεκλογές, πληρώνοντας τις λανθασμένες επιλογές, την αναποτελεσματικότητα και την εμφανή αλαζονεία. Με πολιτικούς όρους, η κριτική που άσκησαν στον νυν πρωθυπουργό οι δύο πρώην είναι σε πολλά σημεία εύστοχη και αν δεχθούμε ότι έχουν καλή πίστη, θα μπορούσαν να συμβάλουν στη χάραξη διορθωτικής πορείας από την κυβέρνηση. Αν δεν μιλούσαν, θα λέγαμε ότι κακώς σιώπησαν ενώ έβλεπαν τα στραβά, τώρα που άσκησαν κριτική δεν θα πρέπει να θεωρούμε ότι ήταν λάθος που ύψωσαν τη φωνή τους.

Το ζήτημα αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή στον βαθμό που συνδέεται με προσωπικές φιλοδοξίες, πικρία ή εμμονές. Και οι δύο υπήρξαν αρχηγοί της Νέας Δημοκρατίας, η κοινωνία που πιστεύει στη φιλελεύθερη ιδεολογία και τις αποχρώσεις της (ριζοσπαστική, κοινωνική, λαϊκή, νεο-φιλελεύθερη) τους τίμησε και με το παραπάνω, τους έδωσε την ευκαιρία και τους έκανε πρωθυπουργούς. Τα πεπραγμένα τους κρίθηκαν στις κάλπες και θα κριθούν με μεγαλύτερη ενάργεια και αντικειμενικότητα από την Ιστορία στο μέλλον. Ο καθένας είχε τον τρόπο του ανάλογα με τη συγκυρία και τα προσόντα του και ασφαλώς τις ιδεολογικές πεποιθήσεις του.

Πάντως, και οι δύο για να επιτύχουν χρειάστηκαν τη βοήθεια του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς. Ο Σαμαράς συνεργάστηκε με τον Ευάγγελο Βενιζέλο και τον Φώτη Κουβέλη. Ο Καραμανλής ανακάλυψε τον μεσαίο χώρο και ξεπέρασε το 45%. Από τους ιστορικούς ηγέτες της παράταξης, ο Κώστας Μητσοτάκης το πήγε πιο μακριά απ’ όλους, έφερε τη συμμαχία με Φλωράκη και Κύρκο, ενώ ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έκανε τη διεύρυνση προς το Κέντρο με τον Κώστα Μητσοτάκη και τον Θανάση Κανελλόπουλο. Η ικανότητα των ηγετών της παράταξης να ελίσσονται αποδείχθηκε αποτελεσματική, γι’ αυτό παρέμεινε η μόνη που συνεχίζει με τα πάνω και τα κάτω της 50 χρόνια τώρα.

Το μόνο που δεν πέτυχαν έως τώρα Καραμανλής και Σαμαράς είναι η Προεδρία της Δημοκρατίας, που πιθανόν να αποτελεί στόχο τους. Από την άλλη πλευρά, έτσι όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ο πρωθυπουργός έχει ανάγκη το «πολιτικό χαρτί» του νέου Προέδρου το 2025. Η λογική λέει ότι θα χρειαστεί ένα δεξιό αντίβαρο για τις κεντρώες επιλογές του. Το 2020 αξιοποίησε μια προσωπικότητα του Δικαστικού Σώματος για να εξουδετερώσει τον Τσίπρα. Τώρα χρειάζεται κάποιον να ανακόψει τις φυγόκεντρες τάσεις προς την πέραν της Ν.Δ. Δεξιά. Και σίγουρα Καραμανλής και Σαμαράς είναι οι πιο στέρεες και αποτελεσματικές επιλογές. Για την επόμενη αξιόπιστη πολιτική λύση μεσολαβεί μεγάλη απόσταση και, πάντως, τα ονόματα που ακούγονται δεν έχουν το ειδικό βάρος που χρειάζεται. Πιθανόν οι βουλευτές της Ν.Δ. θα στηρίξουν, αλλά στην εκλογική βάση της Κεντροδεξιάς θα έχουν μηδενική επιρροή.

Η διπλή, θορυβώδης παρέμβαση των «πρώην» έπληξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά μεγαλύτερη σημασία έχει αν αυτό ήταν κάτι… στιγμιαίο ή θα έχει συνέχεια. Οσον αφορά τον Καραμανλή, δύο ενδεχόμενα υπάρχουν. Ή έφυγε και δεν θέλει να επιστρέψει ή παρουσίασε δημοσίως τις θέσεις του για να τις πληροφορηθεί… όποιος ενδιαφέρεται. Ο Σαμαράς αποκλείεται να θέλει να ρίξει τον Μητσοτάκη, και να ήθελε είναι αμφίβολο αν μπορεί. Το να φύγει για να ηγηθεί ένας πιο δεξιού κόμματος με όλους τους «μικρούς» μοιάζει απίθανο. Θέλει, όμως, να έχει λόγο για θέματα της δικής του προτεραιότητας.

Η κριτική στην κυβέρνηση από τους δύο «πρώην» αποδείχθηκε ενοχλητική και επώδυνη, αλλά ακίνδυνη. Αν όσα είπαν Σαμαράς και Καραμανλής τα έλεγαν δύο «επόμενοι», από αυτούς που ακολουθούν τώρα τον Μητσοτάκη, θα μιλούσαμε σε άλλη βάση. Οσο δεν βλέπουμε τους… επόμενους να κινούνται, τα πράγματα για τον Μητσοτάκη είναι ήσυχα. Εχει μπροστά του μια καθαρή τριετία και στη συνέχεια μπορεί να διεκδικήσει μια τρίτη κυβερνητική θητεία ή στα 2,5 χρόνια να πάρει τη σκυτάλη από τον Αντόνιο Κόστα στην προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Το συμπέρασμα είναι ότι οι «νυν» χάνουν μόνο από τους «επόμενους», αλλά ποτέ από τους «πρώην». Ο,τι ισχύει στη ζωή ισχύει και στην πολιτική.

Exit mobile version