Μύριες όσες φορές, αναφερόμαστε στην αργή απόδοση της Δικαιοσύνης, στα εμπόδια που βάζουν οι δικαστικές αποφάσεις σε νέες επενδύσεις και στις εκ των υστέρων αποφάσεις του ΣτΕ που κρίνει αντισυνταγματικές διατάξεις κάποιων νόμων αλλά επί σειρά ετών, εφαρμόζονται κανονικά και παράγουν έννομα συμφέροντα.
Αυτές τις μέρες θα εξεταστεί από το ΣτΕ η συνταγματικότητα του νόμου που δίνει μπόνους αύξησης της δόμησης σε κτήρια που πληρούν κάποια ενεργειακά και περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης οικοδομής. Με βάση αυτόν τον νόμο έχουν κτισθεί και έχουν εκδοθεί πολλές άδειες οικοδομής τα τελευταία χρόνια και τώρα, μετά από προσφυγές κάποιων Δήμων στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, καλείται να κρίνει τη συνταγματικότητα αυτού του νόμου. Δηλαδή αν θα μπορούν εφεξής να εκδίδονται οικοδομικές άδειες με τα αυξημένα τετραγωνικά και το αυξημένο ύψος των οικοδομών.

Και το ερώτημα που προκύπτει και ανεξάρτητα από την όποια απόφαση του ΣτΕ, είναι γιατί φθάσαμε ως εδώ. Δηλαδή, αν τελικά κριθεί ο νόμος αντισυνταγματικός τι θα γίνει στην πράξη; Όσοι πρόλαβαν -πρόλαβαν και πήραν το μπόνους , όσοι έχουν πάρει την άδεια και βρίσκονται στο στάδιο της ανέγερσης, θα πρέπει να γκρεμίσουν κάποιο όροφο και οι επόμενοι δεν θα κτίζουν ενεργειακά αναβαθμισμένα κτήρια γιατί δεν θα τους συμφέρει ή κάπως έτσι;

Ανάλογα φαινόμενα με τις εκ των υστέρων αποφάσεις που κρίνουν ψηφισμένους νόμους ως αντισυνταγματικούς στα τελευταία χρόνια έχουμε δει πολλά. Για παράδειγμα, τις περικοπές συντάξεων που έχουν γίνει στα χρόνια των μνημονίων σε διάφορες κατηγορίες συνταξιούχων οι οποίοι μετά από προσφυγές στο ΣτΕ και τον Άρειο Πάγο δικαιώθηκαν μετά από πολλά χρόνια και τώρα καλείται το Ελληνικό Δημόσιο να τους επιστρέψει σημαντικότατα ποσά που όμως δεν υπάρχουν και γι’ αυτό εξετάζεται η πληρωμή μόνο όσων προσέφυγαν στα δικαστήρια και όχι στο σύνολο των πληγέντων από τον μνημονιακό νόμο.

Κατόπιν τούτου ανακύπτουν απορίες ως προς τη λειτουργία συνολικά της νομοθετικής διαδικασίας. Ξέρουμε πως πριν κατατεθεί ένα οποιοδήποτε νομοσχέδιο προς ψήφιση στη Βουλή, εξετάζεται από μια σειρά νομικών επιτροπών όπως το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, η Επιστημονική επιτροπή της Βουλής και έχουν προηγηθεί οι νομικές επιτροπές των υπουργείων και της ειδικής γραμματείας νομικού ελέγχου της κυβέρνησης.

Όλες αυτές οι επιτροπές λοιπόν που κρίνουν και δίνουν το πράσινο φως για την εισαγωγή προς ψήφιση, προφανώς κάπου κάνουν λάθος στην κρίση τους και γι’ αυτό στη συνέχεια κάποιοι νόμοι εκπίπτουν από τους δικαστές του ΣτΕ που είναι και ο τελικός κριτής.

Εν τοιαύτη περιπτώσει όμως και αφού μιλάμε για διαφορετικές ερμηνείες των νόμων μήπως ήρθε η ώρα για κάποιες δραστικές παρεμβάσεις πριν φθάνουμε στο μη περαιτέρω και στη γελοιοποίηση του νομοθετικού σώματος αλλά και των αποφάσεων της κάθε κυβέρνησης;

Μήπως για παράδειγμα να συστηνόταν ένα ειδικό τμήμα στο ΣτΕ μια και δεν έχουμε Συνταγματικό δικαστήριο, στο οποίο θα κατατίθενται όλα τα νομοσχέδια πριν κατατεθούν στη Βουλή και αφού πάρουν το «Συνταγματικώς οκ» μόνο τότε να εισάγονται για συζήτηση και ψήφιση στη Βουλή; Με διαδικασίες fast track αυτή η επιτροπή των ανώτατων δικαστών να ασχολείται αποκλειστικά με τα νομοσχέδια χωρίς να παρακωλύεται και να καθυστερεί το νομοθετικό έργο της Βουλής;

Έτσι, όταν υπάρχει το πράσινο φως από το ΣτΕ εκ των προτέρων, δεν θα υπάρχει και η δυνατότητα των προσφυγών εκ των υστέρων στο ΣτΕ με αιτήματα ακυρότητας των νόμων.

Δεν ξέρω πόσο εφικτό είναι κάτι τέτοιο και ποιες αντιδράσεις μπορεί να ξεσηκώσει από τον νομικό κόσμο που θα τους αφαιρεί νομική δουλειά, αλλά η αλήθεια είναι πως κάτι πρέπει να γίνει επειγόντως. Αν θέλουμε κάποια στιγμή να σταματήσουν παρόμοια φαινόμενα που αφαιρούν σοβαρότητα από το Ελληνικό κράτος, ας καθίσουν οι νομομαθείς της χώρας κι ας εκπονήσουν μια μελέτη σοβαρή για να τελειώνει αυτός ο τραγέλαφος που μας εκθέτει ως χώρα.