Οι τελευταίες πέντε δημοσκοπήσεις, όπως και ο δημόσιος διάλογος, δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία έχει υποστεί ένα ισχυρό πλήγμα, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούν να αποτελέσουν αξιόπιστη εναλλακτική επιλογή και βυθίζονται στη στασιμότητα.
Η δυσφορία και το πένθος για τους 57 νεκρούς δίνουν αντισυστημικά χαρακτηριστικά στην πολιτική έκφραση της κοινωνίας και το τοπίο θολώνει. Εκεί που τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα μέχρι τις 28 Φεβρουαρίου, τώρα περπατάμε σε κινούμενη άμμο και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια τι μας ξημερώνει.
Η κυβέρνηση ελπίζει ότι ο χρόνος θα επουλώσει τς πληγές και για τον λόγο αυτό μετέθεσε τις εκλογές για τις 21 Μαΐου. Θέλει να αποτρέψει την απευθείας μετακίνηση των ψηφοφόρων της στα κόμματα της αντιπολίτευσης και με τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνει να το επιτυγχάνει.
Οι απώλειες κινούνται περίπου στο 3%, αλλά οι ψηφοφόροι που απομακρύνονται δεν πάνε στα κόμματα της αντιπολίτευσης. Δηλώνουν «αναποφάσιστοι» προς το παρόν και μέχρι τις κάλπες θα αποφασίσουν αν θα επιστρέψουν στη Νέα Δημοκρατία, αν θα πάνε σε άλλο κόμμα ή θα μείνουν σπίτι τους την ημέρα των εκλογών. Αυτό θα εξαρτηθεί από τις πρωτοβουλίες και τη συμπεριφορά της κυβέρνησης από εδώ και πέρα.
Αν θα καταφέρει να τους πείσει ότι τα ολέθρια λάθη δεν θα επαναληφθούν στο μέλλον και ότι θα ληφθούν όλες οι αναγκαίες πρωτοβουλίες, σε όλα τα επίπεδα, για να αλλάξει το «βαθύ κράτος» και να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών όχι μόνο στα τρένα, αλλά συνολικά στις συγκοινωνίες. Ξαφνικά όλα τα υπόλοιπα θέματα, όπως η κατάσταση στην υγεία, η ακρίβεια, η οικονομία, τα Ελληνοτουρκικά, έχουν χάσει ένα μέρος της σημασίας τους. Εκείνα που προέχουν είναι ο εκσυγχρονισμός του κράτους, η ασφάλεια και η βελτίωση των υποδομών, που υπήρξε και ένας από τους βασικούς στόχους της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του βρέθηκε μπροστά σε μια οδυνηρή έκπληξη. Εκεί που περίμενε ότι θα πιστωθεί τις απώλειες της κυβέρνησης διαπίστωσε ότι παραμένει δημοσκοπικά στάσιμος, αν δεν χάνει από πάνω και ένα μέρος των δυνάμεών του. Παρότι η κοινή γνώμη θεωρεί ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ, ως η προηγούμενη κυβέρνηση, έχει μερίδιο στην ευθύνη, είναι δύσκολο να πιστέψει κάποιος ότι υπάρχουν ψηφοφόροι που απομακρύνονται γι’ αυτό τον λόγο.
Στο κομματικό επιτελείο της Κουμουνδούρου διέγνωσαν ότι εκείνο που φταίει είναι ο αποκλεισμός Πολάκη από τα ψηφοδέλτια και η στροφή Τσίπρα προς τον κεντρώο χώρο. Πιθανόν να έχουν δίκιο, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ο… άμπαλος χειρισμός με την επιστολή συγγνώμης του Πολάκη θα αποδειχθεί αποτελεσματικός. Δεν ξέρω αν ο σκληρός κομματικός πυρήνας του ΣΥΡΙΖΑ θα μείνει ικανοποιημένος από την ταπείνωση του βουλευτή Χανίων και θα επιστρέψει.
Αλλά και αυτό να γίνει, η «επιχείρηση γοητείας» των κεντρώων ψηφοφόρων κράτησε μόλις είκοσι ημέρες και απέτυχε παταγωδώς και μάλλον οριστικά. Ο Τσίπρας μέσα σε λίγες ημέρες αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί να διεκδικήσει ούτε τους «αντισυστημικούς», ούτε τους κεντρώους, ενώ έχει πληγώσει τη σκληρή κομματική του βάση. Στην πολιτική δεν μπορείς να «χτίσεις» μια νέα εικόνα μέσα σε λίγες ημέρες, αντίθετα μπορείς να γκρεμίσεις ό,τι έχεις φτιάξει με μία και μόνο λάθος απόφαση. Ο αποκλεισμός Πολάκη ήταν μια σωστή κίνηση, μόνο που άργησε πολύ και αυτό αποδείχθηκε στην πράξη.
Το τρίτο από τα κόμματα που φιλοδοξούν να έχουν ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας, το ΠΑΣΟΚ, είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι «πληρώνει» τον «πράσινο» συνδικαλιστή επιθεωρητή που φέρει βαριές ευθύνες για τη σύγκρουση των τρένων. Αυτό που φταίει είναι ότι με τη νέα του ηγεσία δεν κατόρθωσε έως τώρα να πείσει ότι μπορεί να τα καταφέρει καλύτερα απ’ ό,τι στο παρελθόν.
Και αφού απέτυχε να πείσει την κοινή γνώμη όλο αυτό το διάστημα, είναι δύσκολο να επιτύχει τώρα υπό συνθήκες κρίσης. Η αντισυστημική ψήφος, με κύριους εκφραστές τους νέους, βρίσκει αυτή τη φορά διέξοδο στον Βαρουφάκη, στον Βελόπουλο, πιθανόν και στον Κουτσούμπα. Η απλή αναλογική δίνει ένα επιπλέον κίνητρο, αλλά οδηγεί και στην ακυβερνησία, με ορατό τον κίνδυνο τα πράγματα να πάνε ακόμη χειρότερα.