Τα πύρινα μέτωπα εναλλάσσονται στις οθόνες μας, κάθε λεπτό το φόντο παραμένει η φωτιά -που καίει ανθρώπους, σπίτια, περιουσίες, εκτάσεις με πράσινο- και αλλάζει μόνο ο τίτλος: πυρκαγιά στην τάδε περιοχή της Ελλάδας – οι θυελλώδεις άνεμοι καθιστούν την κατάσβεση δυσχερή.
Άνθρωποι ρίχνονται στις φλόγες για να σώσουν ή να ενημερώσουν μια πατρίδα που φλέγεται, άνθρωποι σώζουν ζωές με δυο ή τέσσερα πόδια, ήρωες πολεμούν με την πύρινη λαίλαπα ξεπερνώντας όλα τα δημοσιογραφικά κλισέ. Όμως, την ίδια στιγμή που τα καρέ από τον πανελλαδικό πύρινο εφιάλτη σού φέρνουν στα μάτια το χρώμα της φωτιάς που ποτέ δεν είναι το ίδιο -αλλά πάντα το αναγνωρίζεις- την ώρα που οι φλόγες καταπίνουν τα πάντα στο πέρασμά τους, για κάποιους οι διακοπές συνεχίζονται και, εννοείται, καλά κάνουν. Δεν είναι αυτό το πρόβλημα…
Προφανώς, όμως, την ώρα που η πυρκαγιά μαίνεται, είναι άστοχο να αρχίσεις να αναζητάς τις ευθύνες που έχει η κυβέρνηση για όλο αυτό – θα γίνει συζήτηση στη Βουλή, παρουσία των πολιτικών αρχηγών, όπως προανήγγειλε ο πρωθυπουργός. Σαφώς, το γράφω ξανά, ευθύνες δεν μπορούν να υπάρξουν και για εκείνους που συνεχίζουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Αυτό που ενοχλεί, είναι οι φωτογραφίες τους που ανεβάζουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι λογικό να μου πουν πολλοί «και τι έγινε που πόσταρα τα πόδια μου με ένα βιβλίο, που ανέβασα φωτο με κοκτέιλ, ρακέτα, ένα βατραχοπέδιλο, γυαλιά ηλίου, φραπεδούμπα και τη λεζάντα ‘’αφήστε με για πάντα εδώ’’; Εγώ έβαλα τις φωτιές ή αν ανεβάσω τις φωτογραφίες μου -που θέλουν να πείσουν τους πάντες ότι περνάω υπέροχα- θα σβήσουν οι εστίες;». Όπου, προσωπικά, εάν πάει να ξεκινήσει ένας διάλογος με την παραπάνω πρόταση, αρνούμαι να συμμετάσχω – και ας κριθώ για αυτό, κανένα πρόβλημα! Δηλαδή, πώς να συζητήσεις με κάποιον όταν δεν μπορεί αντιληφθεί πως δεν τον ψέγεις για κάποια παρανομία που διαπράττει, αλλά ότι του λες «φίλη / φίλε μου, δεν χάλασε ο κόσμος εάν δεν ποστάρεις σέλφι από τις διακοπές σου που περνάς -όπως θες να τονίσεις- ‘’φαν-τα-στ-ικά!!!!’’, σου ζητείται λίγη ενσυναίσθηση και να μάθεις να συλλαβίζεις. Το δεύτερο, προαιρετικά.
Τώρα, εάν υπάρχει επιμονή και άρνηση σχετικά με την ύπαρξη ή την έλλειψη ενσυναίσθησης, πάλι δεν μπορεί να προχωρήσει ο σχετικός διάλογος. Το να μπορέσεις να πεις σε κάποιον σήμερα πως «η ενσυναίσθηση είναι η συναισθηματική ταύτιση με την ψυχική κατάσταση κάποιου άλλου -ο οποίος βγαίνει μέσα από καπνούς και στάχτες, νεκρός ή ζωντανός- και ότι όλο αυτό δεν αποδεικνύεται από τις selfies σου με πόδια, στήθος, μπράτσα και ποτάρα σε δάχτυλα με ψεύτικα νύχια», είναι μια άσκηση δύσκολη και σίγουρα όχι προς επίλυση τις ώρες κατά τις οποίες η Ελλάδα φλέγεται.
Όπου κι εγώ, τέτοιες ώρες, δεν θα ήθελα να γράφω για φωτιές και δυστυχία, αλλά για καλοκαίρι με ιδρωμένα σεντόνια, καφέ σε βεράντες, αντικουνουπικό οικολογικό «φιδάκι» δίπλα στα πόδια και αγγίγματα. Τέλος Αυγούστου θα ήθελα να γράφω για νέες παραλίες δίπλα στην Αθήνα -αλλά όχι για αυτές που μου άρεσαν πολύ και μετά δεν θα τις έχω για πάρτη μου- αλλά καταλήγω να γράφω για φωτιές και αποκαΐδια. Και δεν θέλω να σας τρομάξω, αλλά κι εμείς πήγαμε διακοπές και περάσαμε τέλεια, παρά το ότι δεν κάναμε δέκα αναρτήσεις μέσα στην ημέρα, για να σας πείσουμε ότι περάσαμε υπέροχα. Προφανώς, θα ήταν ακόμα καλύτερα εάν κάποιοι καταλάβαιναν πως όταν κάποιος παρουσιάζει έλλειψη ενσυναίσθησης είναι ο επονομαζόμενος και ως «άνιωθος» – η λανγκάζ που δεν, λογικά, χρήζει επεξήγησης. Όπου εδώ ο κόσμος καίγεται και αυτή/αυτός ανεβάζει φωτογραφιούλες με ευτυχία που δεν είναι πυρίμαχη, αλλά φλέγεται.
Όλα τα παραπάνω για όποιους τα καταλαβαίνουν, για όσους είναι έμπλεοι ενσυναίσθησης, χωρίς καμιά διάθεση για νουθεσία, παρά μόνο ως ένα πλάνο από social media σε κάποια οθόνη, ως ένα στοπ καρέ σε αυτά που υπάρχουν γύρω μας, δίπλα μας, στους ακολούθους μας, στη δικτύωσή μας. Όλα αυτά ενώ καίγεται το πράσινο στις ζωές μας και η ενσυναίσθηση στην Ελλάδα μπορεί να γίνει και κάρβουνο.