Η εξέλιξη της κρίσης στη Μέση Ανατολή έχει ένα ενδιαφέρον κοινό χαρακτηριστικό με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία. Οι ΗΠΑ προέβλεπαν ότι η Ρωσία θα επιτεθεί εντός λίγων ημερών στην Ουκρανία, τώρα προβλέπουν ότι το Ιράν θα επιτεθεί αυτές τις ημέρες στο Ισραήλ. Αν αυτό συμβεί, όπως συνέβη με τη Ρωσία και την Ουκρανία, πιθανόν η εξέλιξη αυτού του νέου πολέμου να είναι ανάλογη. Να διαρκέσει δηλαδή πολύ και να είναι καταστροφικός για όλους. Οχι μόνο τους ευθέως εμπλεκόμενους, το Ιράν και το Ισραήλ, αλλά και για όλες τις χώρες της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης φυσικά της Ελλάδας, αλλά και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Θα είναι ολέθριο λάθος του Ιράν να εμπλακεί ευθέως σε έναν πόλεμο και αυτό είναι τόσο προφανές που θα προσπαθήσει να το αποφύγει, παρά τις κραυγές για εκδίκηση που εκφράζονται από παντού. Εξάλλου όλοι για εκδίκηση μιλάνε. Οι Ισραηλινοί εκδικούνται την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου και άλλες μεταγενέστερες, η Χαμάς εκδικείται την καταστροφή της Γάζας, η Χεζμπολάχ εκδικείται το Ισραήλ για τις επιθέσεις στον Λίβανο, το Ιράν εκδικείται για τις δολοφονικές επιθέσεις στο έδαφός του. Ολοι θέλουν να εκδικηθούν κι αυτός ο κύκλος των εκδικήσεων δεν θα έχει τέλος. Η μόνη περίπτωση να έχουμε μια αποκλιμάκωση της έντασης είναι να βρεθεί μια συμφωνία στις συζητήσεις για εκεχειρία. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο ιδιαίτερα τώρα, αφού το Ισραήλ δολοφόνησε τον Παλαιστίνιο διαπραγματευτή και η Χαμάς τον αντικατέστησε βάζοντας επικεφαλής της διαπραγματευτικής της ομάδας τον εγκέφαλο της επίθεσης της 7ης Οκτωβρίου, τον Σινουάρ, πράγμα το οποίο εξοργίζει το Ισραήλ, το οποίο δηλώνει επισήμως ότι τον αναζητεί για να τον σκοτώσει. Πώς θα διαπραγματευτεί με κάποιον που τον θεωρεί υπεύθυνο προσωπικά για την επίθεση εναντίον του και που είναι πρώτο όνομα στη λίστα επικηρυγμένων Παλαιστινίων;
Η προοπτική εκεχειρίας λοιπόν είναι μικρή και έτσι το μόνο αισιόδοξο, ας πούμε, σενάριο είναι να περιοριστεί η εκδίκηση του Ιράν σε επιθέσεις της Χαμάς και της Χεζμπολάχ, τις οποίες υποστηρίζει, ώστε να μη δώσει αφορμή γενικευμένου πολέμου με το Ισραήλ, στον οποίο αναγκαστικά θα συμμετάσχουν οι ΗΠΑ, πιθανόν η Αγγλία μέσω των βάσεων στην Κύπρο και θα προκαλέσει νέα μείζονα κρίση εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης μεταξύ των κρατών-μελών που δεν έχουν ενιαία εξωτερική πολιτική για το Μεσανατολικό. Φυσικά η συντήρηση ενεργών ανταρτοπόλεμων δεν σημαίνει ότι ο γενικευμένος πόλεμος θα αποφευχθεί, αφού πάντα βρίσκονται αφορμές από «λάθη». Το πρόβλημα λοιπόν σήμερα είναι όχι μόνο μεγάλο, αλλά και διαρκές.
Ο,τι κι αν συμβεί, πάντως, όποτε και αν συμβεί, το βέβαιο είναι ότι για τις ευρωπαϊκές οικονομίες η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή. Η Μέση Ανατολή είναι η καρδιά της ενέργειας και η Ερυθρά και το Σουέζ είναι η καρδιά της ναυτιλίας. Ολες οι εντάσεις στη Μέση Ανατολή οδηγούν σε αύξηση των τιμών της ενέργειας και αυτό σε συνδυασμό με τα ενεργειακά προβλήματα που προκαλεί ο πόλεμος στην Ουκρανία καταδικάζει τους Ευρωπαίους να πληρώνουν πανάκριβα την ενέργεια.
Παράλληλα, τα κάθε φύσεως εμπόδια στους εμπορικούς δρόμους και κυρίως στο Σουέζ μεταφράζονται σε αυξημένες τιμές μεταφορικού κόστους μέσω των πλοίων.
Ολα αυτά μαζί σημαίνουν ότι το κόστος παραγωγής για τους Ευρωπαίους θα αυξηθεί, τα προϊόντα τους θα γίνουν λιγότερα ανταγωνιστικά και οι πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη θα συντηρηθούν για πολύ καιρό. Η διατήρηση του πληθωρισμού καταστρέφει το βιοτικό επίπεδο των πιο αδύναμων οικονομικά στρωμάτων και μην ξεχνάμε ότι οι Ελληνες είναι οι φτωχότεροι Ευρωπαίοι αυτή τη στιγμή από πλευράς εισοδήματος, δηλαδή έχουμε το χαμηλότερο εισόδημα. Και καθώς είμαστε και μία από τις ακριβότερες χώρες -λόγω της αδυναμίας της κυβέρνησης να ελέγξει τα καρτέλ όλων των κλάδων- είναι πασιφανές ότι οι επόμενοι μήνες θα είναι πάρα πολύ ζόρικοι για τον Ελληνα καταναλωτή.
Η Ελλάδα, με χαμηλά εισοδήματα και καλπάζουσα ακρίβεια, χωρίς παραγωγή, με απόλυτη εξάρτηση από τις εισαγωγές, με ακριβή ενέργεια και με την Τουρκία απέναντι να βρίσκεται σε παράκρουση λόγω της κρίσης στη Μέση Ανατολή, δεν μπορεί να ελπίζει σε μια καλή «σχολική χρονιά» (που ξεκινάει από Σεπτέμβρη και τελειώνει το επόμενο καλοκαίρι, μαζί με τα σχολεία).
Τι μπορεί να κάνει η κυβέρνηση γι’ αυτή την κατάσταση; Λίγα πράγματα, με σημαντικότερο να αλλάξει τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής της και να τη στρέψει προς τα εσωτερικά προβλήματα, δηλαδή να δει πώς θα ανακουφίσει από το βάρος τους καταναλωτές και πώς θα τονώσει την εγχώρια παραγωγή, αντί να πανηγυρίζει για την προσέλκυση αντιπαραγωγικών ξένων επενδύσεων και για τους επαίνους που προέρχονται από τα ξένα funds και τους ξένους οργανισμούς.
Το αν η κυβέρνηση πέτυχε ή απέτυχε στην οικονομία μόνο ο Ελληνας μπορεί να το κρίνει, αλλά η κυβέρνηση φαίνεται ότι αυτό το έχει ξεχάσει. Είναι όμως πολύ επείγον τώρα υπό τις συνθήκες που διαμορφώνονται στην περιοχή μας να το θυμηθεί άμεσα και να στρίψει την οικονομική πολιτική προς τη σωστή κατεύθυνση.