Είναι παράδοση τις ημέρες της Πρωτοχρονιάς να γίνονται προβλέψεις για το επόμενο έτος και η έμφαση, ασφαλώς, να δίνεται στα θετικά. Καθώς όμως η πανδημία βρίσκεται στο απόγειό της, κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη.
Είναι ενδεικτικό ότι τα τελευταία δύο χρόνια το γενικευμένο αφήγημα των κυβερνήσεων και των ειδικών, σε όλο τον κόσμο, με διάφορες παραλλαγές είναι ότι όπου να ’ναι θα φανεί η έξοδος από το τούνελ: «Ερχονται τα εμβόλια», «έρχονται τα φάρμακα», «ο ιός θα εξασθενήσει».
Τα γεγονότα, όμως, δημιουργούν αμφιβολίες για το πότε θα φανεί το φως στην άκρη του τούνελ, ενώ φαίνεται ότι οι ιθύνοντες βρίσκονται και αυτοί σε άγνοια, αλλά υιοθετούν διαφορετική ρητορική με σκοπό να κάνουν διαχείριση των προσδοκιών. Ποιος θα εμπιστευόταν μια ηγεσία που θα ομολογούσε ότι στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε πού οδηγούμεθα και βαδίζουμε ψάχνοντας;
Δεν είναι τυχαίο ότι η αρχική ρητορική περί πολέμου με τον κορωνοϊό ταχύτατα εγκαταλείφθηκε, προφανώς για να μην καλλιεργείται η ανασφάλεια.
Το βέβαιο είναι ότι η πανδημία επιτάχυνε μεγάλες αλλαγές οι οποίες ήταν σε εξέλιξη από πριν, ενώ ανέδειξε με μεγαλύτερη ένταση τις ανισορροπίες που υπήρχαν σε πολλά πεδία.
Τα πανδημία, το μεγάλο αυτό επίτευγμα της επιστήμης, φαίνεται ότι θα φέρουν τη νίκη της ανθρωπότητας απέναντι στον νέο κορωνοϊό, αλλά οι μεγάλες ανισότητες που υπάρχουν παγκοσμίως δείχνουν τα όρια του συστήματος. Τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού στις φτωχές χώρες δημιουργούν εύφορο έδαφος για μεταλλάξεις, οι οποίες εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο.
Ο COVID-19 έδειξε ότι η ανθρωπότητα παραμένει πολυδιασπασμένη, ανήμπορη να αντιμετωπίσει υπαρξιακά προβλήματα, όπως οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή – προβλήματα που απαιτούν διεθνή συντονισμό και διάθεση μεγάλων πόρων.
Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι η εμφάνιση του νέου κορωνοϊού επιτάχυνε την απο-παγκοσμιοποίηση και την εσωστρέφεια, με κάθε χώρα να δίνει μάχες για τα δικά της συμφέροντα και τον ζωτικό της χώρο, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε ολοένα πιο συγκρουσιακό γεωπολιτικό περιβάλλον που φέρνει αντιμέτωπους τους μεγάλους πόλους.
Η ανισότητα εντάθηκε και στο εσωτερικό κάθε χώρας, αλλά και στην Ε.Ε.
Οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προχώρησαν σε αυστηρά μέτρα πριν από τα Χριστούγεννα, αλλά στη χώρα μας αρχικά είχε αποφασιστεί οι περιορισμοί να εφαρμοστούν μετά την Πρωτοχρονιά, για να μη χαθεί ο εορταστικός τζίρος.
Η ελληνική κυβέρνηση «φοβάται» το lockdown παρά την έξαρση της μετάλλαξης «Ομικρον» κατά βάση για οικονομικούς λόγους, όπως εμμέσως έχουν ομολογήσει και κυβερνητικά στελέχη, καθώς δεν θέλει να επαναφέρει τις ενισχύσεις, που είναι όμως αναγκαίες όταν η αγορά κλείνει ή περιορίζεται.
Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι η υπερχρεωμένη Ελλάδα δεν έχει τα ίδια περιθώρια με την Ολλανδία ή τη Γερμανία, αλλά και ότι η… ευρωπαϊκή αλληλεγγύη εξαντλείται πολύ γρήγορα, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος περιορίζεται σε δανεικά, τα οποία μάλιστα δίνονται με πολύ αυστηρούς όρους.
Δεν αποκλείεται αργά ή γρήγορα -και μάλλον αργά παρά γρήγορα- η κατάσταση με την πανδημία να τεθεί υπό κάποιας μορφής έλεγχο, είτε με την εξασθένηση του κορωνοϊού, είτε με κάποιο σούπερ εμβόλιο.
Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση, όμως, η επόμενη μέρα θα είναι τελείως διαφορετική για όλα: από την οικονομία και τη δημόσια υγεία μέχρι τις γεωπολιτικές ισορροπίες, τις διεθνείς σχέσεις και τη μορφή της Ε.Ε.
Η απόσταση μεταξύ ισχυρών και αδύναμων θα μεγαλώσει κι άλλο, ενώ η Ελλάδα θα βρεθεί υπερχρεωμένη και με ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας οικονομικά αποδεκατισμένο μετά τις απανωτές κρίσεις που ζούμε τα τελευταία 12 χρόνια. Εάν δεν αναπτυχθεί ένα εθνικό σχέδιο ανασύνταξης με συνεννοήσεις και συναινέσεις, το πιθανότερο είναι ότι η χώρα μας θα κατέβει κι άλλο σκαλοπάτι.
Η πανδημία δεν είναι ένας πόλεμος που θα τελειώσει και θα επανέλθει η κανονικότητα, αλλά μόνο μία από τις μάχες, ίσως καθοριστική, από τις πολλές που θα δοθούν στον πόλεμο του διεθνούς ανταγωνισμού που θα οξύνεται τα επόμενα χρόνια.