Οι ακτοπλοϊκές εταιρείες, δηλαδή, κερδοσκοπούσαν ασύλληπτα, έτσι απλά, για να τα λέμε χωρίς περιστροφές. Θα πείτε ότι στην ελεύθερη οικονομία οι τιμές διαμορφώνονται από την προσφορά και τη ζήτηση, τα καράβια είναι γεμάτα τουρίστες, Ελληνες και ξένους, οπότε όλα καλά. Καταρχάς, δεν είναι όλα καλά γιατί υπάρχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού, θεσμός πανίσχυρος διεθνώς, Ανεξάρτητη Αρχή η οποία ήδη έπρεπε να ήταν… πάνω από το κεφάλι τους κανονικά και ακόμα και τώρα. Γιατί στους ενδοκυκλαδικούς πλόες δεν υπάρχει κανένας ανταγωνισμός και απλά δεν γίνεται να θέλεις 107 και πλέον ευρώ για να πας από τη Μήλο στα Κουφονήσια.
Δεύτερον, δεν είναι έτσι για έναν ακόμη λόγο, γιατί το κράτος από την εποχή της πανδημίας μέχρι πρότινος, με την ενεργειακή κρίση, επιδότησε με διάφορους τρόπους (και) τις ακτοπλοϊκές εταιρείες, όπως όλη την αγορά, και φυσικά έχει την απαίτηση -αλλά και το δικαίωμα διά νόμου που πέρασε από την περίοδο του COVID και ακριβώς λόγω των ενισχύσεων- να παρεμβαίνει σε καταστάσεις αισχροκέρδειας.
Οι ακτοπλοϊκές εταιρείες σαφώς και έχουν σοβαρότατα ζητήματα να αντιμετωπίσουν μπροστά τους, όπως η «πράσινη μετάβαση», όπου ουσιαστικά θα πρέπει να αλλάξουν σταδιακά όλο τον στόλο τους, όπως επίσης να χρηματοδοτήσουν και τις ζημίες της περιόδου 2020-2021 λόγω της κρίσης, πληθωριστικές πιέσεις, καθώς και τη γενική τάση της αύξησης των μισθών, την αύξηση του κατώτατου μισθού κ.λπ. Από αυτό έως το 45% «καπέλο», όμως, υπάρχει διαφορά.
Οι μειώσεις που παρουσίασαν τώρα οι μεγαλύτερες ακτοπλοϊκές του κλάδου μετά την κυβερνητική παρέμβαση ασφαλώς και είναι ένα βήμα, έστω και στο μέσο του καλοκαιριού, ένα 15%-20% δεν είναι ούτε πολύ, αλλά δεν είναι και κοροϊδία, λαμβάνοντας φυσικά υπ’ όψιν ότι δυστυχώς πολλοί έχουν ήδη πληρώσει τα εισιτήρια για τις διακοπές τους. Φυσικά θα ήταν καλό η παρέμβαση αυτή να είχε εκδηλωθεί δύο μήνες νωρίτερα από την κυβέρνηση, αλλά ας κρατήσουμε ότι εκδηλώθηκε και φυσικά ότι δεν βρίσκεται στη θέση του ο αρμόδιος υπουργός που τότε δεν την έκανε.
Πέρα όμως από την ακτοπλοΐα, τα ναύλα για τις θερινές διακοπές, υπάρχει και το πολύ πιο σοβαρό ζήτημα με την ασύλληπτη κερδοσκοπία στα τρόφιμα, που αγγίζει τη ζωή, κυρίως, της μεσαίας τάξης, αλλά και των πιο ευάλωτων οικονομικά ανθρώπων. Μια σύντομη ματιά στο ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος» την Κυριακή 16/7 θα πείσει και τον πλέον δύσπιστο ότι οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων τόσο από πολυεθνικές όσο και από ελληνικές βιομηχανίες απλά δεν δικαιολογούνται, αφού τους τελευταίους μήνες όλοι οι βασικοί συντελεστές κόστους της παραγωγής τους έχουν μειωθεί δραστικά.
Στο πεδίο αυτό η κυβέρνηση έχει δουλέψει σημαντικά στο παρελθόν με διάφορες παρεμβάσεις, το καλάθι του νοικοκυριού, ελέγχους κ.λπ. Με επιτυχία, αλλά αυτή την ώρα η κατάσταση έχει ξεφύγει και πάλι και απαιτείται άμεση δράση και αντίδραση. Γιατί ενώ η Ελλάδα έχει καταφέρει να έχει καλές επιδόσεις στον γενικό πληθωρισμό σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, στα τρόφιμα γίνεται πάρτυ κερδοσκοπίας από τις εταιρείες. Ιδια προϊόντα πολυεθνικών εταιρειών πωλούνται στην Ευρώπη σε χαμηλότερες τιμές παραλλάσσοντας ελαφρώς τις συσκευασίες, το ίδιο συμβαίνει ακόμα και με ελληνικά προϊόντα που αλλάζουν όνομα και πωλούνται φθηνότερα απ’ ό,τι στο εσωτερικό της χώρας (φέτα, γιαούρτι κ.λπ.).
Είχαμε πει και σε παλαιότερες επισημάνσεις μας ότι το γεγονός πως δεν υπάρχει αντιπολίτευση (για την ώρα) καθιστά τη θέση της κυβέρνησης ακόμα πιο ευαίσθητη σε θέματα κυρίως καθημερινότητας που αγγίζουν τους πολίτες. Και οι πολίτες όταν δεν αντιμετωπίζονται τα προβλήματα «γράφουν στον σκληρό δίσκο», όπως επίσης γράφουν θετικά όταν λύνονται, έστω και εν μέρει. Ετσι πίστωσαν στον Μητσοτάκη τις προσπάθειες της πρώτης τετραετίας και τον ξανάβγαλαν με ισχυρή πλειοψηφία.