Η αίσθηση της έλλειψης χρημάτων «για να βγει ο μήνας», την οποία νιώθουν σχεδόν όλοι οι πολίτες, αλλά και η συντριπτική πλειοψηφία των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων συνδέεται, αφενός, με την ακρίβεια και, αφετέρου, με την καθυστέρηση πληρωμών. Αν εστιάσουμε στην καθυστέρηση πληρωμών, θα διαπιστώσουμε ότι σε μεγάλο βαθμό ενισχύει την ακρίβεια διότι εμποδίζει τη μείωση των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών, συνεπώς συμβάλλει στη συντήρηση του υψηλού πληθωρισμού. Η καθυστέρηση πληρωμών στην Ελλάδα δυστυχώς είναι ο κανόνας. Και είναι η αιτία για πολλά δεινά της οικονομίας, μεταξύ των οποίων και οι πτωχεύσεις πολλών εταιρειών λόγω έλλειψης ρευστότητας.
Η καθυστέρηση πληρωμών δημιουργεί πρόβλημα ρευστότητας σε όλες τις επιχειρήσεις που περιμένουν να εισπράξουν για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά δεν εισπράττουν επί μήνες και οι υποχρεώσεις μένουν απλήρωτες. Οταν μια επιχείρηση προμηθεύει ένα μεγάλο κατάστημα με προϊόντα και δεν πληρώνεται άμεσα, οφείλει να πληρώσει η ίδια από τα διαθέσιμά της τον ΦΠΑ του τιμολογίου της, δηλαδή το 24% αυτού. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πληρώνει στο Δημόσιο το 24% του τζίρου της χωρίς να έχει εισπράξει τίποτα. Δυστυχώς αυτό περιλαμβάνεται σε ευρωπαϊκή οδηγία και δεν μπορεί να αλλάξει.
Και δημιουργεί τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας στην επιχείρηση, η οποία εξ αυτής της έλλειψης ρευστότητας καθυστερεί να πληρώσει τα τραπεζικά δάνειά της, που μετατρέπονται σταδιακά σε κόκκινα, καθυστερεί να πληρώσει τους μισθούς στους εργαζόμενους, οι οποίοι με τη σειρά τους καθυστερούν να πληρώσουν τα δικά τους δάνεια, που επίσης γίνονται κόκκινα, και τις δόσεις των πιστωτικών τους καρτών, όπως και όλες τις άλλες υποχρεώσεις τους. Ετσι, νιώθουν όλοι την απελπισία του «δεν βγαίνει ο μήνας», η οποία ασφαλώς -και ορθώς- μεταφράζεται σε πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση.
Η αλυσίδα καθυστερήσεων στις πληρωμές προκαλεί τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας σε όλες τις επιχειρήσεις και σε όλους τους πολίτες και γενικεύει την αίσθηση οικονομικής δυσπραγίας και ανασφάλειας, συνεπώς διογκώνει τη δυσαρέσκεια έναντι του «συστήματος», δηλαδή των κυβερνήσεων, των τραπεζών, των επιχειρήσεων δημοσίων αγαθών κ.λπ.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει εκδώσει από το 2011 μια οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, η οποία λέει ότι όλες ανεξαιρέτως οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να εξοφλούνται σε διάστημα 30 ημερών από την έκδοση του τιμολογίου. Περιέχει λεπτομερείς οδηγίες για το πώς προσδιορίζονται οι χρόνοι πληρωμής και τις ποινές που έχει όποιος καθυστερεί να πληρώσει μέσα σε αυτό το διάστημα. Στις ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, όπως στη Γαλλία, ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται ευλαβικά. Στην Ελλάδα η οδηγία έχει γίνει μεν νόμος, αλλά στην πράξη δεν τηρείται. Και δεν τηρείται διότι οι μεγάλοι όμιλοι υπογράφουν με τους προμηθευτές και τους υπεργολάβους τους συμφωνίες εξόφλησης σε πολύ μεγαλύτερα διαστήματα.
Ο νόμος στην Ελλάδα το επιτρέπει, στη Γαλλία όχι. Αλλά είναι αμφίβολο ότι ακόμη και αν ο νόμος το απαγόρευε θα λυνόταν το πρόβλημα, διότι οι όμιλοι αυτοί δεν θα συνεργάζονταν με κανέναν υπεργολάβο ή προμηθευτή που θα απαιτούσε εξόφληση μέσα σε έναν – δύο μήνες χωρίς να ικανοποιήσει άλλες απαιτήσεις τους, π.χ. εκπτώσεις. Το πρόβλημα λοιπόν ουσιαστικά εστιάζεται στην ισχύ που έχουν οι μεγάλοι όμιλοι έναντι όλων και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, που δεν μπορεί μέχρι σήμερα να παρέμβει αποτελεσματικά για να αντιμετωπίσει τις εναρμονισμένες πρακτικές. Διότι ναι μεν ανταγωνίζονται μεταξύ τους οι διάφοροι μεγάλοι παίκτες, παράλληλα όμως χρησιμοποιούν εναρμονισμένες πρακτικές για να ελέγχουν τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς και τη διαμόρφωση των τιμών.
Σήμερα οι καθυστερήσεις στις πληρωμές υπερβαίνουν τους τρεις μήνες (έχουμε φτάσει να θεωρούμε την πληρωμή σε τρεις μήνες «μετρητά»), ενώ σε πάρα πολλές περιπτώσεις ξεπερνούν τους έξι και τους εννέα μήνες. Το πόσο θα καθυστερήσει να πληρώσει ο τιμολογούμενος εξαρτάται από το πόσο ισχυρός νιώθει έναντι του προμηθευτή του. Ο προμηθευτής / παραγωγός / υπεργολάβος είναι ουσιαστικά ανίσχυρος, διότι αν αντιδράσει και πιέσει, θα μείνει εκτός αγοράς. Γιατί δεν πληρώνουν στην ώρα τους; Συνήθως διότι τζιράρουν τα χρήματα που χρωστάνε και βγάζουν κέρδος, ειδικά αν είναι λιανοπωλητές και εισπράττουν μετρητά από τους καταναλωτές. Εισπράττουν μετρητά αλλά πληρώνουν μετά από μήνες, δηλαδή τζιράρουν τα χρήματα για μήνες με ανάλογο όφελος. Και ο προμηθευτής τους περιμένει ασφικτυώντας. Η κυβέρνηση καλά θα κάνει να αντιμετωπίσει άμεσα το ζήτημα και να βρει τρόπο να επιταχύνει τις πληρωμές, ρυθμίζοντας το πρόβλημα ρευστότητας της οικονομίας. Οι τράπεζες έχουν συμφέρον να πιέσουν προς αυτή την κατεύθυνση, αφενός για να αποφύγουν τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων και αφετέρου για να ξαναπάρουν πίσω τους πελάτες τους, δηλαδή τους μεγάλους λιανοπωλητές που αντί να δανείζονται από τις τράπεζες «δανείζονται» δωρεάν από τους πελάτες τους και καταθέτουν τα λεφτά παίρνοντας τόκο από τις τράπεζες. Το Δημόσιο έχει συμφέρον να το κάνει διότι έτσι θα μειωθούν η φοροδιαφυγή, η καθυστέρηση στις πληρωμές ΦΠΑ, θα περιοριστεί η ανάγκη ρυθμίσεων και θα επιταχυνθεί η είσπραξη των φόρων. Το υπουργείο Ανάπτυξης και η Τράπεζα της Ελλάδος έχουν συμφέρον να το κάνουν διότι θα πέσουν οι τιμές και θα μειωθεί ο πληθωρισμός.
Η κυβέρνηση, πέραν της πολιτικής υποχρέωσής της, έχει συμφέρον να το κάνει διότι έτσι θα αντιμετωπίσει την ακρίβεια και τη δυσαρέσκεια από την έλλειψη χρημάτων και άμεσα θα μειωθεί πάρα πολύ το πολιτικό κόστος που χρεώνεται από αυτές τις καθυστερήσεις. Τέλος, η επιτάχυνση των πληρωμών είναι αναγκαία σε μια χώρα που πρέπει να πάψει να είναι μπανανία και να ξεφύγει από την πολύ κακή νοοτροπία του «Δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» και του «ουκ αν λάβοις παρά του μη δίδοντος». Βεβαίως, παρεμβάσεις που θα αποσκοπούν στην επιτάχυνση των πληρωμών θα προκαλέσουν μεγάλες αντιδράσεις από πολύ μεγάλους παίκτες της αγοράς, δηλαδή από αυτούς που δεν πληρώνουν και κερδίζουν.
Αν όμως ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέσει τα υπέρ και τα κατά τέτοιων παρεμβάσεων στη ζυγαριά του πολιτικού κόστους, θα διαπιστώσει ότι θα έχει τεράστιο πολιτικό όφελος αν προχωρήσει αγνοώντας τις πιέσεις μερικών δεκάδων μεγάλων κακοπληρωτών. Παρά τις αναταράξεις που μπορεί να παρατηρηθούν τους πρώτους μήνες, η αγορά θα έχει ισορροπήσει σύντομα σε ένα πολύ υγιέστερο επίπεδο, ξεπερνώντας ένα χρόνιο πρόβλημα που την ταλανίζει επί δεκαετίες και ο Κ. Μητσοτάκης θα έχει πραγματοποιήσει μια σημαντική οικονομική μεταρρύθμιση.