Δεν είναι ένα αλλά περισσότερα τα ζητήματα που απασχολούν -και σωστά απασχολούν- τις ηγεσίες και τα κόμματά τους, κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογικές αναμετρήσεις.
Ένα από αυτά -ειδικά τα τελευταία, πολλά πια χρόνια- αφορά στη συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, στο πως όλο και περισσότεροι Έλληνες πολίτες θα σηκωθούν από τον «καναπέ» και θα πάρουν το δρόμο προς τις κάλπες. Η συμμετοχή στις πρόσφατες εθνικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου είναι ενδεικτική της τάσης που καταγράφεται και δυστυχώς δεν αλλάζει. Η συμμετοχή έφτασε το 53,74%- σχεδόν ένας στους δύο ψηφοφόρους δεν προσήλθε στις κάλπες, προτίμησε για διάφορους και διαφορετικούς λόγους την αποχή. Στις δημοτικές εκλογές του Οκτώβρη η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη, ήταν αποκαρδιωτική, αφού σε πολλούς δήμους στο δεύτερο γύρο (όπου δηλαδή δεν είχαν εκλεγεί ηγεσίες από την πρώτη Κυριακή) το 60% των ψηφοφόρων απείχε.
Σε όλα τα τελευταία γκάλοπ καταγράφεται επίσης ένα σημαντικό ποσοστό ανθρώπων που δηλώνουν αναποφάσιστοι ή ότι δεν σκοπεύουν να πλησιάσουν τα εκλογικά τμήματα στις ευρωεκλογές τον φετινό Ιούνιο. Κανείς και καμιά πλέον δεν εκπλήσσεται με τα ευρήματα. Δημοσκόποι και αναλυτές κάνουν λόγο για «σημεία των καιρών» και προσπαθούν να ανακαλύψουν και να καταγράψουν τους λόγους που οι ψηφοφόροι ενδιαφέρονται όλο και πιο λίγο για τη συμμετοχή τους στην κορυφαία στιγμή της δημοκρατίας. Τα δε κόμματα εμφανίζονται όλο και πιο αδύναμα στο να πείσουν ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα και να επιλέξουν έτσι τους εκπροσώπους τους στο εθνικό ή το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε 50 μέρες από σήμερα θα βρεθούμε πάλι μπροστά σε σχετικά ερωτήματα– ερωτήματα που συνήθως «καίνε» τους άμεσα ενδιαφερόμενους την τελευταία εβδομάδα πριν από τις κάλπες και έχουν να κάνουν με το ποσοστό των αναποφάσιστων που παίρνουν θέση έστω και στο παραπέντε υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος και καταρχάς με το ποσοστό εκείνων που έχουν επιτέλους καταλήξει υπέρ της συμμετοχής τους στις ευρωκάλπες. Τα προγνωστικά και αυτή τη φορά που ακούγονται στα κομματικά επιτελεία λένε ότι η αποχή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού παζλ την επόμενη μέρα. Και ποια κόμματα «απειλεί» περισσότερο η αποχή; Σίγουρα όχι εκείνα που φτάνουν στην κάλπη με το χαμηλότερο ποσοστό συσπείρωσης.
Υπέρ της συμμετοχής θα μπορούσε προφανώς να λειτουργήσει η επιστολική ψήφος, η θεσμοθέτηση της οποίας καθυστέρησε αδικαιολόγητα στη χώρα μας. Όπως όμως άνοιξε και όπως εξελίχθηκε δυστυχώς η συζήτηση, εντός και εκτός της βουλής, δύσκολα θα οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα. Το πρώτο λάθος ήταν ότι η κυβερνητική παράταξη που πήρε την πρωτοβουλία δεν κατάφερε να εξασφαλίσει τη συνθήκη της συναίνεσης, ώστε η επιστολική ψήφος να αγκαλιαστεί τουλάχιστον από τα κόμματα που αρχικά είχαν δηλώσει «ναι» στο νομοσχέδιο. Η απρέπεια (τουλάχιστον) της αρμόδιας υπουργού, Νίκης Κεραμέως να κατεβάσει εκπρόθεσμη τροπολογία (ώστε να ισχύσει η ρύθμιση εκτός από τις ευρωεκλογές και στις εθνικές εκλογές) αιφνιδίασε την αντιπολίτευση και έστρεψε κόμματα στο «όχι». Η επιτυχία της κίνησης Κεραμέως ήταν αδιαμφισβήτητη: κλώτσησε τη συναίνεση και ενδεχομένως μαζί με αυτή και την πιθανή μέχρι τότε «δημοφιλία» της επιστολικής ψήφου.
Προφανώς χρειάζονται ασφαλιστικές δικλείδες, κανόνες και πρόβλεψη κάθε λεπτομέρειας για να στηριχθεί η διαδικασία της επιστολικής ψήφου. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει λυθεί σε 33 χώρες εδώ και χρόνια, δοκιμάζεται και βελτιώνεται. Στη Γερμανία, όποιος ψηφοφόρος το αιτηθεί μπορεί να ψηφίσει μέσω ταχυδρομείου και από το 2009 δεν χρειάζεται να επικαλεστεί ένα σημαντικό λόγο για να απουσιάσει την ημέρα των εκλογών. Στην ίδια χώρα, από τη δεκαετία του ’90 η επιστολική ψήφος γνωρίζει συνεχή άνοδο: το Σεπτέμβριο του 2021 για παράδειγμα, εν μέσω βέβαια της πανδημίας του κορονοϊού η συμμετοχή στις εκλογές της Γερμανίας μέσω του ταχυδρομείου έφτασε το 47,3% όσων ψήφισαν. Στο Ηνωμένο Βασίλειο η επιστολική ψήφος έχει βαρύνουσα σημασία και βάσει πρόσφατης έκθεσης του Διεθνούς Ινστιτούτου για τη Δημοκρατία και την Εκλογική Υποστήριξη στις εκλογές του 2019, το 20% των ψηφοφόρων επέλεξαν το ταχυδρομείο για να ασκήσουν το δημοκρατικό τους δικαίωμα. Στην Ισπανία η όλη διαδικασία γίνεται όσο περνά ο χρόνος όλο και πιο δημοφιλής. Στη Γαλλία βέβαια, όπου η ψήφος μέσω επιστολής εφαρμοζόταν από το 1946 μέχρι το 1975, κατέληξε να καταργηθεί γιατί οι όροι με τους οποίους καταγραφόταν κρίθηκε ότι δεν ήταν ασφαλείς.
Στη χώρα μας έχουν τη δυνατότητα πλέον να ψηφίσουν με επιστολική ψήφο όχι μόνο οι απόδημοι αλλά και όσοι το επιθυμούν και διαμένουν εντός της επικράτειας. Τα πρώτα δείγματα γραφής -από τη ψήφιση του νόμου μέχρι σήμερα- πάντως, δεν οδηγούν σε αισιόδοξες εκτιμήσεις, αφού μόνο κάποιες χιλιάδες έχουν καταθέσει αίτημα. Μπορεί να είναι ακόμη νωρίς – η προθεσμία υποβολής αίτησης λήγει στις 29 Απριλίου- αλλά ίσως είναι και αργά για να διορθωθούν αστοχίες και λάθη που σημειώθηκαν όσο εξελισσόταν ο δημόσιος διάλογος για το θέμα, επηρεάζοντας και την τάση του εκλογικού σώματος. Υπέρ της χρήσης αυτού του δικαιώματος, της επιστολικής ψήφου, είναι ό,τι συνδέεται με εγγυήσεις και ό,τι δεν κλονίζει το αίσθημα εμπιστοσύνης των πολιτών μπροστά στη ρύθμιση την ώρα της πρεμιέρας.
Η διαρροή προσωπικών δεδομένων χιλιάδων εκλογέων του εξωτερικού στο γραφείο της ευρωβουλευτού Άννας Μισέλ Ασημακοπούλου μπορεί να μην συνδέεται με την επιστολική ψήφο, όπως επαναλαμβάνουν οι αρμόδιοι, είναι όμως μια υπόθεση που δεν αντιμετωπίζεται με βιαστικές και επιπόλαιες δηλώσεις. Η κυρία Κεραμέως υποστήριζε αρχικά ότι δεν «έφυγε» καμία λίστα από το υπουργείο- στη συνέχεια όμως η μεν ευρωβουλευτής της ΝΔ αποσύρθηκε από τη διεκδίκηση της επανεκλογής της, παραιτήθηκε ο Γενικός Γραμματέας του υπουργείου και αποπέμφθηκε ο Γραμματέας Αποδήμων της κυβερνητικής παράταξης.
Χρειάζονται αναμφίβολα γρήγορα απαντήσεις από την έρευνα της δικαιοσύνης και δεν είναι ορθό να μπει κανείς στη διαδικασία αμφισβήτησης του αδιάβλητου της διαδικασίας. Η κυβερνητική παράταξη οφείλει με τη στάση και τις πρωτοβουλίες της να προστατεύσει μια διαδικασία που μόλις ψήφισε, να ενημερώσει τους πολίτες για το πως και πότε μπορούν, εάν το επιθυμούν, να προσέλθουν στις κάλπες δια της επιστολικής ψήφου και να δώσει τις αναγκαίες απαντήσεις στα ερωτήματα που τίθενται από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Τους πολίτες δεν τους ενδιαφέρει τόσο, σε τελική ανάλυση, αν είναι ο τάδε ή ο δείνα στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, όσο να νιώθουν ότι οι θεσμοί λειτουργούν, είναι δίπλα τους και όχι απέναντι.