Η κυβέρνηση χαρακτήρισε «εθνικό στόχο» την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου το 2023 έτσι ώστε τα ελληνικά ομόλογα να ξεφύγουν από την κατηγορία των «σκουπιδιών» (junk bonds) και να αποκτήσουν επενδυτική διαβάθμιση.
Νωρίτερα αναμένεται η έξοδος από την ενισχυμένη εποπτεία των δανειστών στην οποία θα βρίσκεται η χώρα μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, όπως είχε συμφωνηθεί ήδη από την προηγούμενη κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση αναδεικνύει τα δύο αυτά ορόσημα σε βαρόμετρο επιτυχίας ενώ διακηρύσσει ότι η οικονομία έχει αλλάξει πίστα και είναι έτοιμη να δεχτεί ξένες επενδύσεις.
Είναι όμως έτσι;
Η επενδυτική διαβάθμιση είναι απαραίτητη προκειμένου τα ποιοτικά επενδυτικά χαρτοφυλάκια να μπορούν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, ενώ εκτιμάται ότι θα συμβάλει και στη βελτίωση της επενδυτικής εικόνας συνολικά για τη χώρα και τον ιδιωτικό τομέα.
Η αναβάθμιση είχε τεθεί ως στόχος της κυβέρνησης από την πρώτη στιγμή, ενώ τώρα η επίτευξή του μετατίθεται και επισήμως για το 2023, γεγονός που αντανακλά μεν την επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος λόγω πληθωρισμού και αύξησης επιτοκίων, αλλά δεν παύει να αποτελεί και μια αποτυχία της ελληνικής οικονομίας.
Το πρόβλημα γίνεται μεγαλύτερο επειδή αλλάζει και το διεθνές περιβάλλον.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μετέβαλε τη στάση της για τον πληθωρισμό, γεγονός που οδηγεί σε υψηλότερα επιτόκια και δεν προοιωνίζεται τίποτα το θετικό για μια υπερχρεωμένη χώρα όπως η Ελλάδα.
Το ελληνικό δημόσιο χρέος αυξάνεται σταθερά σε απόλυτες τιμές από το 2015 και υπολογίζεται ότι για το 2021 θα διαμορφωθεί στα 350 δισ. ευρώ (ή 197,1% του ΑΕΠ) – από 305 δισ. ευρώ που ήταν το 2012 μετά το PSI.
Η Ελλάδα έχει αναλογικά το τρίτο υψηλότερο δημόσιο χρέος στον κόσμο ως ποσοστό του ΑΕΠ (μετά την Ιαπωνία και το Σουδάν) και αυτό αποτελεί ένα αντικειμενικό γεγονός που είναι μπροστά στα μάτια κάθε ξένου επενδυτή.
Για την επόμενη δεκαετία το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι ρυθμισμένο έτσι ώστε οι ετήσιες δαπάνες για την εξυπηρέτησή του να είναι διαχειρίσιμες. Ωστόσο η ρύθμιση αυτή δεν παύει να είναι προσωρινή και σημαίνει ότι σε κάθε περίπτωση η πορεία της ελληνικής οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών εξαρτάται απολύτως από τις διαθέσεις της Ευρωζώνης, η οποία έχει στα χέρια της το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους.
Η δημοσιονομική χαλάρωση λόγω πανδημίας επέτρεψε να γίνουν μεγάλες δημόσιες δαπάνες και στην Ελλάδα, αλλά τώρα φαίνεται ότι «τα λουριά σφίγγουν» από κάθε πλευρά.
Ο επικεφαλής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων του ΔΝΤ Αλφρεντ Κάμερ δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι υπερχρεωμένες χώρες θα πρέπει να δημιουργήσουν δημοσιονομικά αποθέματα, ενώ στην ίδια κατεύθυνση ήταν και οι δηλώσεις του επικεφαλής της αποστολής της ΕΚΤ στην Ελλάδα Μάρτιν Μπάιστερμπος, ο οποίος επεσήμανε ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει τις «μεταρρυθμίσεις» και μετά το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας, που αναμένεται μέσα στο καλοκαίρι.
Είναι δεδομένο ότι ακόμα κι αν εκπληρωθούν οι απαιτήσεις των δανειστών και λήξει η ενισχυμένη εποπτεία τον Αύγουστο, η δημοσιονομική και οικονομική πολιτική της χώρας θα παραμείνει στο μικροσκόπιο της Ευρωζώνης.
Η δε επενδυτική διαβάθμιση δύσκολα θα επιτευχθεί σε μια περίοδο που η Ευρωζώνη και η παγκόσμια οικονομία εισέρχονται σε έναν κύκλο ακριβού χρήματος και πιθανών αναταράξεων στα χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων – αναταράξεις που κάθε φορά πλήττουν περισσότερο τους αδύναμους κρίκους όπως η Ελλάδα.
Πολλώ δε μάλλον που η αναβάθμιση συνδέεται και με το πολιτικό ρίσκο, το οποίο συνυπολογίζουν οι εταιρείες αξιολόγησης, οι οποίες δύσκολα θα δώσουν το πράσινο φως όσο υπάρχει στον ορίζοντα η προοπτική εκλογών και μάλιστα με ένα εκλογικό σύστημα που ίσως δεν δώσει αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Τα δύο τελευταία χρόνια η κυβέρνηση είχε το «ελεύθερο» να δαπανά δημόσιο χρήμα, το οποίο αντλούσε με φθηνή χρηματοδότηση.
Οι συνθήκες τώρα αντιστρέφονται και μένει να φανεί ποιες θα είναι οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες.