Η έλλειψη εργαζόμενων αναδεικνύεται σήμερα σε ένα από τα κορυφαία προβλήματα των εργοδοτών, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς.
Στην Ελλάδα, οι κενές θέσεις εργασίας δείχνουν ελλείψεις σε όλους τους κλάδους και σε όλες τις ειδικότητες. Ακόμη και στον δημόσιο τομέα, όπου σύμφωνα με τα στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, οι κενές θέσεις είναι σε Δημόσια Διοίκηση, Αμυνα και Κοινωνική Ασφάλιση (14,6%) και στις Διοικητικές και Υποστηρικτικές Δραστηριότητες (13,7%). Σημειώνεται ότι το Δημόσιο έχει πρόβλημα κενών θέσεων και παράλληλα έχει πλεονασματικό προϋπολογισμό.
Στον ιδιωτικό τομέα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Εξαγωγέων (ΣΕΒΕ) δημοσίευσε μια έρευνα, στην οποία συμμετείχαν συνολικά 1.600 επιχειρήσεις όλων των μεγεθών και από την οποία προκύπτει ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις (52,4%) αναζητούν προσωπικό για να καλύψουν τακτικές ανάγκες τους και όχι για κάλυψη έκτακτων αναγκών. Αυτό σημαίνει ότι οι εργαζόμενοι δεν προτίθενται να καλύψουν τις κενές θέσεις εργασίας, τουλάχιστον υπό τις συνθήκες που υπάρχουν σήμερα.
Μιλώντας με επιχειρηματίες κάθε κλάδου και κάθε μεγέθους, από βαριά βιομηχανία μέχρι σουβλατζίδικα και πλυντήρια αυτοκινήτων, όλοι υποστηρίζουν ότι δεν βρίσκουν προσωπικό.
Πολλοί εστιάζουν στις ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού που πράγματι απαιτείται να έχει ιδιαίτερες δεξιότητες και γνώσεις, που ήταν πάντα δύσκολο να βρεθούν, οι περισσότεροι όμως δεν βρίσκουν εργαζόμενους ούτε για συνηθισμένες και απλές δουλειές.
Κάποιοι θεωρούν ότι η μετανάστευση πολλών «καλών μυαλών» την εποχή των μνημονίων στέρησε τη χώρα από ταλαντούχους εργαζόμενους. Αλλοι επισημαίνουν το πρόβλημα των χαμηλών μισθών και λένε ότι γι’ αυτό πολλοί νέοι δεν θέλουν να εργαστούν, ειδικά όταν η ελληνική οικογένεια στηρίζει τους νέους ακόμη και μετά την ηλικία των 30 ετών. Κάποιοι άλλοι θεωρούν ότι η νέα γενιά έχει μάθει στις γρήγορες αλλαγές και δεν ενδιαφέρεται για σταθερή εργασία και καριέρα, και κάποιοι υποστηρίζουν ότι η εργασία προκύπτει από την ανάγκη επιβίωσης και ότι οι ανέσεις της εποχής μας δεν την καθιστούν αναγκαία.
Ολα αυτά είναι βάσιμα, το πρόβλημα όμως παραμένει ότι οι επιχειρήσεις δεν βρίσκουν εργαζόμενους. Και δεν είναι ελληνικό ούτε ευρωπαϊκό, είναι ένα παγκόσμιο πρόβλημα το οποίο ενδεχομένως να σχετίζεται με τις γενικότερες αλλαγές που έφεραν η παγκοσμιοποίηση, τα τεχνολογικά άλματα και οι κοινωνικές αλλαγές. Αυτές οι κολοσσιαίες μεταβολές επηρεάζουν τις γενιές και ειδικά τη γενιά που έχει μπει πρόσφατα στην αγορά εργασίας, τη γενιά Ζ: δηλαδή, όσοι είναι σήμερα μεταξύ 12 και 27 ετών. Πριν από αυτούς ήταν η γενιά των Millennials που σήμερα είναι από 28 έως 43 ετών και πιο πριν η γενιά Χ, που είναι σήμερα από 44 έως 59 ετών. Και έτσι πάμε πίσω στη γενιά των Baby Boomers που είναι σήμερα από 60-70 ετών και βγαίνουν σταδιακά στη σύνταξη, αλλά δεν έχουν βγει ακόμη και διοικούν τις επιχειρήσεις που οι ίδιοι έφτιαξαν. Αυτοί είχαν την τύχη να ζήσουν την πιο μακροχρόνια περίοδο ανάπτυξης και οικονομικής ευημερίας που πέρασε η χώρα, αλλά και συνολικά ο Δυτικός κόσμος.
Οι Millennials είναι αυτοί που πλήρωσαν το πιο βαρύ κόστος στην Ελλάδα, λόγω της κρίσης και των μνημονίων. Δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ να βρουν δουλειά, οι περισσότεροι έμειναν εκτός εργασίας, ουσιαστικά εργοδότες δεν υπήρχαν για να τους απορροφήσουν. Μεγάλο βάρος σήκωσε και η γενιά Χ, που ενώ βρισκόταν στη φάση της επαγγελματικής ανόδου διακόπηκε ξαφνικά η πορεία της και πολλοί βρέθηκαν εκτός αγοράς εργασίας. Ολα αυτά έπαιξαν ρόλο και στην έλλειψη δεξιοτήτων, αλλά και στη νοοτροπία των πολιτών έναντι της εργασίας. Και βρίσκονται στα θεμέλια του προβλήματος της έλλειψης προσωπικού από τη στιγμή που οι εργοδότες άρχισαν πάλι να ζητούν εργαζόμενους.
Τώρα η γενιά Ζ έρχεται και μπαίνει στην αγορά εργασίας έχοντας άλλες απαιτήσεις, έχοντας άλλα βιώματα. Και έρχεται σε επαφή με τη νοοτροπία που επικρατούσε επί πολλές δεκαετίες στις επιχειρήσεις, από το 1980 ουσιαστικά και που κρατά ακόμη στα μυαλά των εργοδοτών. Τη νοοτροπία των πάρα πολλών ωρών στο γραφείο, του πολύ σκληρού ανταγωνισμού που έφερνε μεγάλες αμοιβές, το ανηλεές κυνήγι της επιτυχίας, της επαγγελματικής και κοινωνικής ανέλιξης, τη μανία της επίδειξης και την κορύφωση της ματαιοδοξίας.
Απ’ ό,τι διαπιστώνουν οι διεθνείς μελέτες, η νέα γενιά, η γενιά Ζ, δεν έχει αυτή τη νοοτροπία. Η ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής είναι αδιαπραγμάτευτη, ουδείς είναι διατεθειμένος να θυσιάσει πολλές ώρες εργασίας στο γραφείο – δεν χρειάζεται άλλωστε αφού μέσω της τεχνολογίας μπορεί να εργάζεται από το σπίτι. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον στη σταθερή εργασία, αλλά προτιμούν τις αλλαγές περιβάλλοντος και εργοδότη. Πολλοί εργοδότες υποστηρίζουν ότι οι νέοι αναζητούν ευκαιρία μεταγραφής από τον πρώτο χρόνο που προσλαμβάνονται.
Παράλληλα φαίνεται ότι οι νέοι ενδιαφέρονται λιγότερο για τα υλικά αγαθά στα οποία έδιναν προτεραιότητα οι σημερινοί διευθυντές τους, όπως π.χ. τα ακριβά και γρήγορα αυτοκίνητα (μειώνεται ραγδαία ο αριθμός όσων παίρνουν δίπλωμα οδήγησης κάθε χρόνο), κανείς δεν φοράει πια τα ακριβά κοστούμια των περασμένων δεκαετιών, δεν έχουν απαιτήσεις για βίλες και κότερα, όπως οι εξαιρετικά ανταγωνιστικές γενιές που σήμερα διευθύνουν ακόμη τις επιχειρήσεις – και που παραπονιούνται για τους νέους.
Διαπιστώνεται δηλαδή μια διαφορά νοοτροπίας και απαιτήσεων -τόσο μεγάλη που μοιάζει με χάσμα- μεταξύ εργαζόμενων και εργοδοτών. Και οι εργοδότες είναι αυτοί που θα πρέπει να εγκαταλείψουν τις απαιτήσεις τους, γιατί, όπως αναμφίβολα γνωρίζουμε, το παλιό φεύγει, το νέο έρχεται.
Το πρόβλημα λοιπόν της έλλειψης προσωπικού ίσως χρειάζεται να το αντιμετωπίσουν οι εργοδότες με πολύ πιο ανοιχτό μυαλό και με μεγάλη διάθεση αμφισβήτησης των πιστεύω τους, τα οποία ναι μεν τους ανέβασαν στη σκάλα της επιτυχίας μέχρι σήμερα, αλλά μάλλον δεν μπορούν να επιβιώσουν στον νέο κόσμο.