Μία από τις πιο σημαντικές ειδήσεις της χρονιάς -και σίγουρα της εβδομάδας που πέρασε- ήταν η μεγάλη αμυντική συμφωνία την οποία υπέγραψαν Ελλάδα και Γαλλία, παρουσία των Κυριάκου Μητσοτάκη και Εμανουέλ Μακρόν.
Για τις φρεγάτες, τις κορβέτες, τα νέα μαχητικά και τις δυνατότητές τους θα έχετε διαβάσει αμέτρητα κείμενα, τα οποία συνοψίζουν πως όλες οι νέες αγορές μας θα λειτουργήσουν ως πολλαπλασιαστής ισχύος στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Γεωπολιτικό αναλυτή δεν με λες, αλλά δεν είναι και για κανέναν δύσκολο να αντιληφθεί πως ένα σημαντικό κομμάτι της εν λόγω συμφωνίας είναι εκείνο το οποίο κερνάει μίνι εφησυχασμό τη χώρα μας – και όχι πλασματικό. Ανάμεσα στα υπόλοιπα, λοιπόν, με τις κοινές υπογραφές προβλέπεται άμεση συνδρομή της Γαλλίας στην περίπτωση κατά την οποία η Ελλάδα δεχθεί επίθεση από τρίτη χώρα, ακόμη κι αν αυτή είναι μέσα στο πλαίσιο των συμμαχιών μας. Σαν να λέμε Τουρκία, για παράδειγμα, που είναι μέλος του ΝΑΤΟ – τυχαία η αναφορά, έτσι;
Πρόκειται, στην ουσία, για το Δόγμα Αμυντικής Συνδρομής, βάσει του οποίου εάν μια από τις δύο χώρες απειληθεί ή προκληθεί, τότε η άλλη χώρα θα συνδράμει στρατιωτικά.
Την ίδια στιγμή που έμπαιναν οι υπογραφές, με τις πένες να αφήνουν μελάνι επάνω στα επίσημα έγγραφα, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε κάποια αντιπολιτευτικά μέσα ενημέρωσης, ξεκινούσε ένας ορυμαγδός δηλώσεων και αναρτήσεων. «Γιατί να ξοδεύουμε τα λεφτά της Ελλάδας», «ποιος μας επιβάλλει αυτό το ράλι εξοπλισμών;», «πόσα νοσοκομεία και σχολεία θα χτίζαμε με τα χρήματα που δώσαμε», «η μεσαία τάξη πεινάει» κ.λπ.
Αν εξαιρέσεις τα τρολάκια που κάνουν τσάμπα αντιπολίτευση -και μπορεί να κατακρίνουν, σε βαθιές πολιτικές αναλύσεις, μέχρι και το πουκάμισο του Μητσοτάκη- είναι γεγονός πως ο προϋπολογισμός για την Άμυνα αυξήθηκε, μεταξύ 2020-2021, κατά 41%. Αντίστοιχα, το ίδιο χρονικό διάστημα, ο προϋπολογισμός για την Υγεία μειώθηκε κατά 12,5%.
Δεν είναι η πρώτη φορά, όμως, που δίνουμε τόσα πολλά χρήματα για να ψωνίσουμε αμυντικό εξοπλισμό. Ποιος μπορεί να ξεχάσει, από την ΠΑΣΟΚάρα, την «αγορά του αιώνα» το 1985, ποιος δύναται να βγάλει από την εξίσωση σε φαιοπράσινη απόχρωση το κομμάτι «μίζες» και πως δύο πρώην υπουργοί Εθνικής Άμυνας πήγαν φυλακή; Ας μην τα πολυλογούμε, η Ελλάδα -μέσα σε τρεις δεκαετίες, με διαφορετικές κυβερνήσεις- έχει ξοδέψει περισσότερα από 150 δισ. δολάρια για την άμυνά της. Ναι, αν το δεις αλλιώς, πρόκειται για το ένα τρίτο του χρέους της Ψωροκώσταινάς μας. Στο μεταξύ, κάθε κυβέρνηση επαίρεται ότι στο καλάθι της έβαλε τα καλύτερα οπλικά συστήματα, τα πιο εξελιγμένα, τα πιο αποτελεσματικά, με τα λιγότερα χρήματα – «τι φοβερό deal που κάναμε οι καπάτσοι».
Αυτό ακριβώς συζητούν και οι πολίτες, με τον σχετικό καγχασμό και το ανάλογο phlegmatic πνεύμα, όπου τους δοθεί η ευκαιρία. Για παράδειγμα, στο σούπερ μάρκετ, δίπλα από το ράφι με τα καθαριστικά, υπήρχε πλασιέ σε σταντ με νέα προϊόντα. «Εάν ψάχνετε για καθαριστικό πάρτε αυτό, κύριε», μου πρότεινε και συνέχισε λέγοντας: «Με τρία πληρώνετε μόνο τα δύο, το τρίτο είναι δώρο – όπως αγοράσαμε τις τρεις φρεγάτες, στην τιμή των δύο!», είπε γελώντας η ίδια.
Αν είχα χρόνο, θα μπορούσα να της πω ότι, δυστυχώς, δεν ζούμε το έργο «Αιγαίον, η θάλασσα της ειρήνης», πως θα ήταν υπέροχο να ήταν αλλιώς οι συνθήκες και να τραγουδούσαμε όλη μέρα, αγκαλιασμένοι με τους Τούρκους, «εγώ Θεό κι εσύ Αλλάχ». Θα της υπενθύμιζα, επίσης, πως τους πολέμους δεν τους κάνουν οι λαοί, αλλά οι Ερντογάν του πλανήτη.
Θα της έλεγα, επίσης, πως όποια κυβέρνηση και να έκανε παρόμοια αγορά τα ίδια θα έλεγα, αφού σκοπός μου δεν είναι να «ξεπλύνω» τώρα το Μαξίμου, αλλά βιάζομαι – έχω να βάλω και πλυντήριο.
Ναι. Με σαπούνι Μασσαλίας, δοκιμάζοντας το νέο μου απορρυπαντικό που μου πούλησε η κυρία, σφυρίζοντας τη Μασσαλιώτιδα, περιμένοντας το «αποτέλεσμα εις βάθος» να φανεί στα μανταλάκια. Όπως κρεμάστηκε, σε κάποιες περιπτώσεις, η συμφωνία της Ελλάδας με τη Γαλλία…