Φέτος η «Μέρα της Ευρώπης» σημαδεύεται από ένα πραγματικό και ένα θεσμικό γεγονός που δεν συναντώνται συχνά, και που δεν είχαν ποτέ ως τώρα συμπέσει. Το πραγματικό γεγονός συνίσταται στο ότι, παρά κάποιες αγκυλώσεις και καθυστερήσεις, σε μεγάλο βαθμό δικαιολογημένες, γιατί οφειλόμενες στον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης, η Ευρώπη ως πολιτική οντότητα έχει επιτέλους κάτι να «γιορτάσει»: η πανδημία υποχωρεί, μέσα από μια συντονισμένη εμβολιαστική προσπάθεια, και οι βάσεις της οικονομικής ανάκαμψης έχουν τεθεί, μέσα από πρωτόγνωρα, και με πρωτόγνωρο τρόπο συνδεδεμένα, προγράμματα δημόσιας στήριξης. Το θεσμικό γεγονός είχε προγραμματιστεί πριν από την πανδημία, αλλά αποκτά αυξημένη σημασία στη συγκεκριμένη φάση εξόδου από τις δαγκάνες της πανδημίας και σχεδιασμού του κοινού μέλλοντος: πρόκειται φυσικά για τη «Διάσκεψη για το Μέλλον της Ευρώπης», που τυπικώς ξεκίνησε στις 9 Μαΐου – από συμβολισμούς η Ευρώπη πάντα πήγαινε καλά.
Ως μικρή, και πρώτη, συμβολή σε αυτό το πείραμα «συμμετοχικής δημοκρατίας», και πάντως ανταλλαγής ιδεών, θα είχα να υποβάλλω τις σκέψεις που ακολουθούν και που περιστρέφονται κυρίως γύρω από τον άξονα της οικονομίας. Όχι γιατί είναι αναγκαστικά ο σημαντικότερος –αντιθέτως: στην παρούσα φάση, ένα βασικό ζητούμενο, που έχει αναδειχθεί μέσα από τα πράγματα, είναι η εξισορρόπηση της οικονομικής με την πολιτική και την πολιτιστική διάσταση- αλλά γιατί, αν θέλουμε προχωρήσουμε – όπως πιστεύω ότι θα άξιζε- προς τη «δημιουργία μιας Ένωσης ικανής να διεκδικήσει την κυριαρχία τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό» (σύμφωνα με τη Διακήρυξη της «Ομάδας Σπινέλι»), βασική προϋπόθεση θα ήταν μια σειρά αλλαγών στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής και της οικονομικής διακυβέρνησης.
Οι αλλαγές αυτές έχουν καταστεί αναγκαίες από το γεγονός ότι, λόγω πανδημίας αλλά και λόγω προβλημάτων που είχαν εμφανιστεί και προ πανδημίας, οι οικονομικές ανάγκες και στόχοι, η ίδια η οικονομική πραγματικότητα της Ένωσης, είναι σήμερα εντελώς διαφορετικά από τότε που διαμορφωνόταν το ισχύον πλαίσιο. Κανείς πολίτης και πολιτικός, όποια και να είναι η ιδεολογική και κομματική του προτίμηση, δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η διατήρηση των δημοσίων οικονομικών μεγεθών των χωρών-μελών κάτω από ένα προκαθορισμένο και κοινό για όλους κατώφλι, καθώς και η καταπολέμηση του πληθωρισμού, έχει νόημα να αποτελούν τους βασικούς στόχους της συντονισμένης οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα, όλοι νομίζω ότι θα συμφωνούσαν ότι τη θέση των παραπάνω στόχων έχουν πάρει η καταπολέμηση των οικονομικών πληγμάτων από τις διαρκείς κρίσεις (ανάμεσα στις οποίες η πανδημία δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία) και η ανάπτυξη μέσω ενίσχυσης των δημοσίων επενδύσεων, ιδίως σε καινοτόμα πεδία. Οι νέοι στόχοι –που δεν είναι, στην πραγματικότητα, νέοι, απλώς τώρα κατέστησαν αδήριτοι- απαιτούν αλλαγές στα εργαλεία, στη μέθοδο και στη φιλοσοφία.
Ως προς τα εργαλεία, το βασικό είναι βέβαια το «Σύμφωνο Σταθερότητας» (όπως λέω παγίως από τότε αναμορφώθηκε μέσα στην χρηματο-οικονομική κρίση, το «και Ανάπτυξης» είναι απλώς διακοσμητικό) και το διπλό «πακέτο» δημοσιονομικών κανόνων (6 Pack + 4 Pack) που το εξειδικεύει. Και το Σύμφωνο απαιτεί αλλαγές ουσίας (με πρώτη την αναμόρφωση των κατωφλιών για το έλλειμμα και το χρέος) και κρίσιμα φινιρίσματα (με βασικό τη διάκριση ανάμεσα σε επενδυτικά και μη επενδυτικά έξοδα των κρατών, με τα πρώτα να εξαιρούνται από τον υπολογισμό του ελλείμματος), αλλά αυτές δεν αρκούν. Είναι απαραίτητη και η θεσμοποίηση/μονιμοποίηση εργαλείων που διαμορφώθηκαν μέσα στην υγειονομική κρίση αλλά έχουμε κάθε λόγο να τα διατηρήσουμε και μετά από αυτήν: έναν αναβαθμισμένο ποσοτικά και ποιοτικά ενωσιακό προϋπολογισμό και ένα «Ταμείο Ανάπτυξης» και για μετά την προσδοκώμενη ανάκαμψη από την πανδημία. Το πρώτο θα πρέπει να βασίζεται σε ισχυρότερους και μονιμότερους ίδιους πόρους και το δεύτερο να μπορεί να εκδίδει και να πουλά κοινό χρέος στις αγορές και μέσω των εσόδων του να χρηματοδοτεί, με πολιτικά κριτήρια, επενδυτικές πρωτοβουλίες σε εθνικό, περιφερειακό ή ενωσιακό επίπεδο. Αυτή η σειρά αλλαγών απαιτεί διακυβερνητική συμφωνία, δηλαδή έγκριση από κάθε χώρα ξεχωριστά μέσω του συνταγματικά προβλεπόμενου σε αυτήν τρόπου (από τη Βουλή ή με δημοψήφισμα), ενώ το επίσης απαραίτητο άνοιγμα της συζήτησης για αλλαγές στη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (προσθήκη του στόχου της απασχόλησης, προώθηση της «πράσινης ανάπτυξης», μονιμοποίηση συμμετοχής στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, μεγαλύτερη λογοδοσία στο ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο) θα απαιτούσε αναθεώρηση των Συνθηκών.
Βάση του εκσυγχρονισμού των εργαλείων είναι η ανανέωση των μεθόδων και της φιλοσοφίας της οικονομικής πολιτικής. Περισσότερος κοινωνικός διάλογος και λήψη υπόψη κοινωνικών παραμέτρων –η τάση αυτή έχει ήδη εκδηλωθεί και θα μπορούσε να καταστεί γίνει ανεπίστρεπτη’ πιο πολιτικά κριτήρια στον οικονομικό συντονισμό, δηλαδή στην «οικονομική διακυβέρνηση», που θα πηγαίνουν πέρα από τις ήδη προβλεπόμενες, αλλά αρκετά στενές, διαδικασίες του «Ευρωπαϊκού Εξαμήνου» (δηλαδή της εξέτασης και ενδεχομένως έκφρασης αντιρρήσεων της Επιτροπής επί των εθνικών προϋπολογισμών) και θα προσφέρουν αφενός εχέγγυα παρακολούθησης και σεβασμού των «οριζόντιων» στόχων της Ένωσης (αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ψηφιοποίηση, καταπολέμηση των ανισοτήτων) και αφετέρου δικλίδες πολιτικής «επίλυσης» του μεγάλου υπαρξιακού ζητήματος που χωρίζει την πλειοψηφία των κρατών-μελών από τους φύσει και θέσει «σφιχτοχέρηδες» (frugals)΄ διαμόρφωση της έννοιας της «στρατηγικής αυτονομίας» της Ένωσης, που ξεκινά από τον οικονομικό, παραγωγικό και αναπτυξιακό τομέα και εκτείνεται στη θέση και σχέση της στον κόσμο και με τον κόσμο’ πολιτική, αλλά και τεχνική, διευθέτηση του ακανθώδους αλλά θεμελιώδους ζητήματος της εξάρτησης κάθε οικονομικής βοήθειας και της χρήσης κάθε κοινού εργαλείου από την πλήρη συμμόρφωση με τους κανόνες και τις αξίες του ευρωπαϊκού κράτους δικαίου.
Η συζήτηση που ξεκινά δεν δικαιολογείται, κατά τη γνώμη μου, να μην αγγίξει, θα έλεγα μάλιστα να μη θέσει στο επίκεντρο, αυτή τη σειρά ζητημάτων. Που μπορεί να φαίνονται θεωρητικά και déjà vu, είναι όμως στην πραγματικότητα απολύτως πρακτικά και αντιστοιχούν σε εντελώς νέες ανάγκες. Άλλο το να καθυστερείς όταν είσαι χορτασμένος και αμφίσημος ως προς την αλλαγή και άλλο να μην κάνεις επιχειρείς να κάνεις πράξη μια αλλαγή που γνωρίζεις, συλλογικώς, ότι αποτελεί το μόνο τρόπο διάσωσης ενός πολιτικού σχεδίου πιο επίκαιρου από ποτέ.