Με τη συμπλήρωση της τριετίας, στις 7 Ιουλίου, μπαίνουμε σε χρονιά εκλογών. Είτε γίνουν τον Σεπτέμβριο, είτε πάνε για τον επόμενο Ιούνιο, κανένας δεν πρόκειται να εκπλαγεί.
Από τη στιγμή που το πολιτικό σύστημα απέφυγε να καθορίσει με συνταγματική διάταξη την υποχρεωτική εξάντληση της τετραετίας (όπως θα έπρεπε), ο χρόνος προσφυγής στις κάλπες είναι θέμα του εκάστοτε πρωθυπουργού. Από τη Μεταπολίτευση μία ή δύο φορές μπορούμε να πούμε ότι εξαντλήθηκε πλήρως η τετραετία. Ολες τις υπόλοιπες υπήρξε πρόωρη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία ανάλογα με τα σχέδια, τους φόβους και τις ελπίδες της εκάστοτε κυβέρνησης.
Δεν υπάρχει πολίτης αυτή τη στιγμή που να μη ρωτά: πότε θα γίνουν οι εκλογές; Αν κρίνουμε από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, η κοινή γνώμη είναι μοιρασμένη, με σχεδόν το 45% να είναι υπέρ του Σεπτεμβρίου, το άλλο 45% υπέρ της άνοιξης του 2023 και το 10% να δηλώνει αναποφάσιστο. Και είναι βέβαιο πως το ίδιο δίλημμα απασχολεί και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οταν προηγείσαι στις δημοσκοπήσεις με 8 έως 10 μονάδες έναντι του βασικού αντιπάλου, οι κάλπες είναι μια μεγάλη πρόκληση. Εν μέσω τόσων προβλημάτων και με δυσοίωνες προβλέψεις για τον επόμενο χειμώνα, τι καλύτερο να περιμένεις; Να αυξηθεί κι άλλο η διαφορά, και μάλιστα περισσότερο απ’ ό,τι ήταν στις εκλογές του 2019, είναι αδύνατον. Αρα η λογική υπαγορεύει να γίνουν το ταχύτερο δυνατόν, κατά προτίμηση μέσα Σεπτεμβρίου, όταν θα υπάρχει μια σχετική χαλαρότητα λόγω θερινής ραστώνης και υψηλότερος δείκτης αισιοδοξίας λόγω αυξημένου τουρισμού.
Μόνο που αυτές οι εκλογές δεν μοιάζουν με όλες τις προηγούμενες για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον, ότι οι κάλπες θα στηθούν με απλή αναλογική και, δεύτερον, ότι υπάρχουν ανοιχτά δύο προβλήματα τεράστιας εθνικής και κοινωνικής σημασίας: ο πληθωρισμός με την ενεργειακή ακρίβεια και οι προκλήσεις του Ερντογάν, που κάθε ημέρα σπρώχνει τα πράγματα στα άκρα.
Κανείς δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο ή στον Εβρο μέσα στο καλοκαίρι. Και όσο υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, είναι αναγκαία η εθνική συσπείρωση, η οποία σε προεκλογική περίοδο είναι ακόμη πιο δύσκολο να επιτευχθεί. Από την άλλη, ο πληθωρισμός τρέχει με 11,3% και παρά την οικονομική στήριξη από την κυβέρνηση, νοικοκυριά και επιχειρήσεις περνάνε δύσκολους μήνες. Αν σε αυτό προσθέσουμε τον πόλεμο στην Ουκρανία, που συνεχίζεται χωρίς ορατό τέλος, τη διαφαινόμενη παγκόσμια ύφεση, την οικονομική ανασφάλεια, την ενεργειακή ακρίβεια και την επισιτιστική κρίση, έχουμε μπροστά μας ένα εκρηκτικό κοκτέιλ προβλημάτων που μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή.
Με δεδομένη τη δυσανεξία όλων των κομμάτων στις κυβερνήσεις συνεργασίας (παρά τις αντίθετες διακηρύξεις), το πιθανότερο είναι να οδηγηθούμε σε δεύτερες και, ενδεχομένως, σε τρίτες εκλογές. Αυτό σημαίνει ότι για ένα διάστημα δύο έως έξι μηνών η χώρα θα πορεύεται ακυβέρνητη. Μια τέτοια εξέλιξη θα ισοδυναμούσε με εθνική αυτοκτονία. Αλλά και η δημιουργία ενός μακροχρόνιου προεκλογικού τοξικού κλίματος θα έχει τις ίδιες συνέπειες. Πολιτικοί αρχηγοί, υποψήφιοι και πολιτικά στελέχη κινούνται ήδη σε προεκλογικούς ρυθμούς, η ένταση ανεβαίνει, οι αντιπαραθέσεις οξύνονται επικίνδυνα.
Σε αυτή τη δύσκολη εξίσωση καλείται να βρει λύση ο πρωθυπουργός αφού δει πώς θα πάει φέτος και το πρόβλημα με τις φωτιές. Πέρυσι η κυβέρνηση υπέστη σοβαρό πλήγμα από τις πυρκαγιές στην Αττική και την Εύβοια και ελπίζει φέτος ο κρατικός μηχανισμός να είναι πιο έτοιμος και περισσότερο αποτελεσματικός. Μόνο που αυτό πρέπει να αποδειχθεί στην πράξη.
Προφανώς οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν από τον πρωθυπουργό περί τα μέσα Αυγούστου, όταν το τοπίο θα έχει κάπως ξεκαθαρίσει.