Στην επενδυτική βαθμίδα επέστρεψαν και οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες, με τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας να παραμένει μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική. Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνει τη μεθοδική δουλειά που έκαναν Κυβέρνηση και διοικήσεις των τραπεζών αλλά ταυτόχρονα αποδεικνύει ότι οι πληγές που άφησε η κρίση στο τραπεζικό σύστημα είναι μεγάλες και μπορεί να έχουν ιαθεί σε μεγάλο βαθμό, αλλά υπάρχει ακόμη αρκετός δρόμος που πρέπει να διανύσουμε.

Ανεξάρτητα από τις ενστάσεις για την τιμολογιακή και επιτοκιακή πολιτική, στις τράπεζες έγινε τα τελευταία χρόνια συστηματική δουλειά για την ανάταξη τους, καθώς χωρίς αυτές δεν μπορεί να λειτουργήσει η οικονομία. Η αρχή έγινε τέλη του 2019 με αρχές 2020 με την εφαρμογή του συστήματος κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής». Ένα νομοθέτημα που αποδείχθηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικό και σήκωσε το βάρος των κόκκινων δανείων καθώς μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους δεκάδων δισεκατομμυρίων βγήκαν από τους τραπεζικούς ισολογισμούς, ανοίγοντας το δρόμο για την ομαλοποίηση του συστήματος.

Ακολούθησαν το 2021 οι αυξήσεις κεφαλαίου στην Alpha Bank και στην Τράπεζα Πειραιώς. Τον Οκτώβριο του 2023 ξεκίνησε η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις κρατικές συμμετοχές στις συστημικές τράπεζες. Μια διαδικασία που σχεδιάζεται να ολοκληρωθεί τον προσεχή Σεπτέμβριο με την πώληση ποσοστού της Εθνικής τράπεζας.

Ταυτόχρονα αυτό το διάστημα είναι σε εξέλιξη η εξυγίανση της Attica bank με αύξηση κεφαλαίου και στη συνέχεια συγχώνευση με την Παγκρήτια, διαδικασία που θα οδηγήσει στη δημιουργία ενός πέμπτου πόλου αυξάνοντας τις συνθήκες ανταγωνισμού στο τραπεζικό σύστημα. Όταν ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες στην αγορά θα έχει προστεθεί μια τράπεζα με μηδενικό αναβαλλόμενο φόρο, 10 δισ. καταθέσεις, κεφαλαιακό δείκτη 15% και μη εξυπηρετούμενα δάνεια κάτω του 3%.

Μετά από προσπάθειες επιτεύχθηκε η έγκριση από τις ευρωπαϊκές αρχές ώστε Alpha Bank, Εθνική, Eurobank και Πειραιώς να διανείμουν το πρώτο μέρισμα μετά από 16 χρόνια, αίροντας έτσι ένα ακόμη εμπόδιο και ανοίγοντας το δρόμο για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Από το 2019 έγινε πολύ και σωστή δουλειά για να μπορέσει το τραπεζικό σύστημα να επανέλθει σε μια υγιή και λειτουργική κανονικότητα. Προφανώς και υπάρχουν πολλά ακόμη που πρέπει να γίνουν. Για παράδειγμα το ποσοστό του αναβαλλόμενου φόρου στο κεφάλαιο των τραπεζών εξακολουθεί να είναι υψηλό. Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι το α΄ τρίμηνο του 2024 η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε, κυρίως εξαιτίας της αναγνώρισης δανείων υπό την εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου ως μη εξυπηρετούμενων. Συγκεκριμένα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 7,4% τον Μάρτιο 2024 έναντι 6,6% τον Δεκέμβριο 2023. Παράλληλα κατά τον διοικητή της ΤτΕ Γ. Στουρνάρα παρά τη βελτίωση της κερδοφορίας και της κεφαλαιακής βάσης των τραπεζών, εξακολουθούν να υπάρχουν προκλήσεις που συνδέονται με τη δυνατότητα διατηρήσιμης κερδοφορίας μέσω αύξησης της χρηματοδότησης της οικονομίας όταν σημειωθεί χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.