Τουλάχιστον έτσι όπως τον ξέραµε και τον γνωρίσαµε, τώρα καλά να είναι οι άνθρωποι και να πολιτεύονται, αλλά θεωρώ ότι µε την άποψη αυτή -ότι δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ τελείωσε- θα συµφωνούσε ακόµα και ο ίδιος ο Τσίπρας, αν υποθετικά τον ρωτούσε κανείς ιδιωτικά.

Να συµφωνήσουµε επίσης ότι δεν συµβαίνει αυτή τη στιγµή το ίδιο µε το ΠΑΣΟΚ, µια και µόλις αναβαπτίστηκε ο αρχηγός του, υπόσχεται αλλαγή τακτικής και στρατηγικής, ανοίγµατα σε αξιόλογα πρόσωπα και θεσµική αντιπολίτευση, αλλά µένει να το δούµε. Γιατί τα πρώτα δείγµατα των «όχι σε όλα», ας πούµε στο ΑΣΕΠ του Λιβάνιου ή στον Σωτηρόπουλο για Συνήγορο του Πολίτη, δεν είναι και πολύ ενθαρρυντικά. Ας µην είµαστε άδικοι ή προκατειληµµένοι όµως, ας περιµένουµε µερικούς µήνες για να ξαναδούµε τον Ανδρουλάκη και την αντιπολίτευσή του.

Αν στραφούµε πιο δεξιά -γιατί στην Αριστερά µετά τον ΣΥΡΙΖΑ µιλάµε για ακραίους και περιθωριακούς-, έχουµε τον γνωστό Βελόπουλο και µία νέα πολιτικό, τη Λατινοπούλου, που µιλάει καλά, είναι συµπαθής παρουσία, χορεύει το YMCA του Τραµπ µπας και καβαλήσει το ρεύµα των ηµερών λίγο περισσότερο (παρεµπιπτόντως, το συγκεκριµένο τραγούδι είναι ο… ύµνος των gay παγκοσµίως), αλλά µέχρι εκεί.

Ετσι λοιπόν όλο αυτό το πολιτικό σκηνικό που διαµορφώθηκε τη δεύτερη θητεία Μητσοτάκη θα έµοιαζε ιδανικό για µία κυβέρνηση να κάνει ό,τι θέλει µε 40% -και ας πήρε 28% στις ευρωεκλογές-, αλλά πάντως βλέπει µε το κιάλι το δεύτερο κόµµα. Οχι «ό,τι θέλει» µε την κακή έννοια, αλλά για να προχωρήσει στις µεταρρυθµίσεις που έχει ανάγκη εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα, στις ρήξεις µε ένα απόλυτα ξεχαρβαλωµένο και διεφθαρµένο καθεστώς που καταδυναστεύεται από το ρουσφέτι του πελατειακού κράτους, τη στρεβλή νοοτροπία και την τεµπελιά και, φυσικά, από µια χούφτα ολιγάρχες που οι συµπεριφορές τους θυµίζουν άλλοτε Σερβία και άλλοτε Μεξικό, Βαλκάνια ή Λατινική Αµερική, διαλέγετε και παίρνετε.

Και µιλάµε για τη δεύτερη τετραετία, γιατί στην πρώτη θητεία της κυβέρνησης υπήρχαν δύο σηµαντικά εµπόδια στην επιχείρηση εξυγίανσης και εκσυγχρονισµού της χώρας, η πανδηµία που πάγωσε τα πάντα για περισσότερο από δύο χρόνια και ο ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα που απειλούσε µε επιστροφή αφού έως το 2019 είχε 32%. Δυστυχώς οι αρρυθµίες, οι αβελτηρίες, τα λάθη και εν γένει η αίσθηση ότι «το πράγµα δεν πάει καλά» σε αυτή τη δεύτερη θητεία δεν µπορεί εύκολα να το αντικρούσει ούτε ο πιο φανατικός οπαδός της κυβέρνησης, εκτός αν αυτός φυσικά έχει κάποια ειδικά συµφέροντα.

Μοιάζει να µη βγήκαν –να µην πέτυχαν- πολλές από τις επιλογές νέων προσώπων στο κυβερνητικό σχήµα του 2023, είτε από τους νεοεισερχόµενους υπουργούς και υφυπουργούς, αλλά κυρίως από τις µετακινήσεις εκείνων που θήτευσαν από την αρχή, το 2019. Και οι πρόσφατες αλλαγές δεν βοήθησαν αρκετά. Από τα περίπου 20 εξωκοινοβουλευτικά πρόσωπα που βρίσκονται στην κυβέρνηση σήµερα είναι ζήτηµα αν ξεχωρίζουν µε τις καλές επιδόσεις τους 6-7, ενώ ακριβώς ο σκοπός της τοποθέτησής τους ήταν να συνεισφέρουν στο έργο της -λόγω ικανοτήτων- παρά το γεγονός ότι δεν έχουν εκλεγεί από τους πολίτες.

Θα συµφωνήσω απολύτως µε όλους όσοι υποστηρίζουν ότι µία δεύτερη κυβερνητική θητεία είναι πολύ πιο δύσκολη από την πρώτη για δύο λόγους. Κατ’ αρχάς στην πρώτη υπάρχουν φρεσκάδα, όρεξη, προσδοκία και περισσότερες αντοχές από όλους. Σίγουρα λιγότερη αλαζονεία και διαφθορά. Και οι ίδιοι οι πολίτες τα βλέπουν όλα πιο ανεκτικά, ειδικά γιατί συνέκριναν την πρώτη κυβέρνηση Μητσοτάκη µε εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ, και κατάπιναν και τις αστοχίες και τα λάθη της.

Στην περίπτωση 2019-2023 υπήρχε και το ειδικό καθεστώς της πανδηµίας, που για δύο χρόνια το σύστηµα ήταν παγωµένο και ο κόσµος πληρωνόταν από τις κρατικές ενισχύσεις σχεδόν χωρίς να δουλεύει. Δούλεψε καλά η κυβέρνηση σε αυτό και ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδειξε τη διαφορά του σε επάρκεια από τον προηγούµενο. Προχώρησαν και βασικά ζητήµατα στην οικονοµία και στην ανάπτυξη, στην εθνική ασφάλεια και στο Μεταναστευτικό.

Τα προβλήµατα όµως δεκαετιών δεν λύθηκαν ούτε λύνονται σε τέσσερα χρόνια και γι’ αυτό ο κόσµος εµπιστεύτηκε την ίδια κυβέρνηση και για δεύτερη τετραετία για να πάει παρακάτω. Στην υγεία, στην παιδεία, στις υποδοµές, στις συγκοινωνίες, στη στέγαση και φυσικά στην ακρίβεια που κατατρώγει το εισόδηµά του. Κάτι δεν λειτουργεί όταν έχεις πληθωρισµό µόλις 3% στα χαρτιά και στο σούπερ µάρκετ, στο εστιατόριο και στο βενζινάδικο «βαρυγκοµάς». Ή όχι;

Αυτά λοιπόν που έχει ανάγκη η χώρα ή προχωράνε µε πολύ αργό βηµατισµό ή δεν προχωράνε καθόλου, ενίοτε πάνε και πιο πίσω. Ο πολιτικός ορίζοντας σιγά-σιγά µαυρίζει και σε λίγο θα αρχίσουν να αµφιβάλλουν για τη συνέχεια όλο και περισσότεροι αν υπάρχει πυξίδα και ελπίδα. Γιατί ο αυτοσκοπός της «αέναης διακυβέρνησης» επειδή δεν υπάρχει εναλλακτική µάλλον αποδεικνύεται κακός σύµβουλος.