Είναι τόσο σπάνιο ώστε αξίζει να σημειωθεί: αιτιολογώντας την πρόσφατη απόφαση του για πρόωρη προκήρυξη εκλογών, ο Ισπανός Πρωθυπουργός επικαλέστηκε τις υποχρεώσεις της χώρας του εκ της ανάληψης, από 1ης Ιουλίου, της κυλιόμενης προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. «Η χώρα μας ετοιμάζεται να αναλάβει μια πολύ σημαντική ευθύνη σε ένα (δύσκολο) γεωπολιτικό πλαίσιο και αυτή η ευθύνη είναι η Προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Αυτός είναι ο λόγος που ζητεί, μέσω των εκλογών, να «ξεκαθαρίσει η πολιτική κατεύθυνση της Ισπανίας» – σε σχέση όχι μόνο, θα τολμούσα να προσθέσω, με την επερχόμενη Προεδρία, αλλά και με το κύρος της Ισπανίας εντός της Ένωσης.
Εκλογές λόγω ευρωπαϊκής Προεδρίας και με προσπάθεια ανάδειξης της «ευρωπαϊκότητας» μιας ολόκληρης χώρας; Τα πράγματα, φυσικά, δεν είναι τόσο απλά. Ο Σάντσεθ αναγκάστηκε να κάνει εκλογές γιατί υπέστη δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές της περασμένης Κυριακής και γιατί ποντάρει στο σοκ της ανακοίνωσης για να «γυρίσει» την κατάσταση. Το ότι, ωστόσο, χρησιμοποιεί την Ευρώπη, έστω ως πρόσχημα, δεν είναι χωρίς σημασία: δείχνει αίσθηση του ανήκειν (η Ισπανία είναι, σε όλες τις μετρήσεις, από τις πιο «φιλευρωπαϊκές» χώρες της Ένωσης, μια από τις λίγες που, σε περίπτωση δημοψηφίσματος για την παραμονή στην Ένωση, το «ναι» θα ήταν σχεδόν βέβαιο ότι θα επικρατούσε), αίσθηση προτεραιοτήτων (η προεδρία ως κεντρικός στόχος «καλής διακυβέρνησης) αλλά και αίσθηση ρίσκου (η αρχή της προεδρίας σχεδόν συμπίπτει με τις εκλογές, που προσδιορίστηκαν για τις 23 Ιουλίου, και δημιουργεί αρκετά πρακτικά προβλήματα)
Υπό το πρίσμα του ρίσκου –μαζί εκλογές και προεδρία, με πιθανότητα αλλαγής κυβέρνησης στην αρχή της προεδρίας-, η επιλογή του Ισπανού Πρωθυπουργού θα μπορούσε να ιδωθεί με δυο τρόπους: ότι θεωρεί την Ευρώπη προνομιακό πεδίο του και πάντως πεδίο υπεροχής του κόμματος του και του ίδιου προσωπικά ή ότι διακινδυνεύει μια κακή προεδρία, δηλαδή την καθυστέρηση ή το «πασάλειμμα» σημαντικών αποφάσεων, στο βωμό μις (αμφίβολης) αποκομιδής εκλογικού κέρδους.
Το σίγουρο είναι ότι ο Σάντσεθ γνωρίζει τι έχει μπροστά της η Ευρώπη τους επόμενους μήνες και ως το τέλος της χρονιάς: ολοκλήρωση της αλλαγής του Συμφώνου Σταθερότητας, ενδιάμεση επανεξέταση του κοινοτικού προϋπολογισμού, ολοκλήρωση μεταρρύθμισης αγοράς ενέργειας, προσπάθεια εύρεσης ενός εμπορικού modus vivendi με το Ηνωμένο Βασίλειο, άνοιγμα διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Ουκρανίας (ναι, ήδη) κι επιπλέον οι κρίσιμες, ιδίως για μια χώρα σαν την Ισπανία, διαπραγματεύσεις του Συμφώνου Οικονομικής Συνεργασίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και Λατινοαμερικανικού Συνδέσμου (Mercosur). «Είναι η οικονομία, έξυπνε», μοιάζει να λέει ο ένοικος της Μονκλόα, στην προσπάθεια του ακριβώς να παραμείνει ένοικος, αλλά όχι μια οποιαδήποτε οικονομία, η περίφημη «κοινωνική οικονομία της αγοράς», που τόσο θα ήθελαν να αλλάξουν οι νεοφιλελεύθεροι και που άρα θα δεχτεί πλήγμα αν με διαδεχθεί, στη Μαδρίτη και στις Βρυξέλλες, ο κύριος Φεϊχό.
Είτε εκληφθεί ως πολιτικός καιροσκοπισμός είτε ως σοσιαλιστική δήλωση πίστης στην Ευρώπη, το μάλλον απονενοημένο διάβημα του Σάντσεθ έχει, στα μάτια μου, κάτι το ευγενές. Καλύτερα μια Ευρώπη που «χρησιμοποιείται» στις εσωτερικές πολιτικές διεργασίες, και που τα μεγάλα της ζητήματα συζητούνται εντός αυτών των διεργασιών, παρά μια Ευρώπη απόμακρη και ξεχασμένη. Οι κάλπες βέβαια έχουν συνήθως άλλες προτεραιότητες, αλλά δεν κάνει κακό να το τσεκάρουμε από καιρού εις καιρόν.