Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα και συνεχή κατακερματισμό.
Η Ευρώπη, προς το παρόν, επιμένει να αγνοεί την ανάγκη που αναπτύσσεται σε δυτικές οικονομίες να απαλλαγούν από την υπερ-ρύθμιση. Πρόσφατα ο Πρωθυπουργός, μιλώντας στο επενδυτικό συνέδριο της Μorgan Stanley, δήλωσε ότι “η πράσινη μετάβαση είναι σημαντική αλλά δεν μπορούμε να καταστρέψουμε την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Αν αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι να επιβραδύνουμε, τότε ας κόψουμε ταχύτητα”.
Ο Ευάγγελος Μυτιληναίος, με την ιδιότητα του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιχειρήσεων μη-σιδηρούχων μετάλλων (Euromeataux), είχε αναφέρει ότι “η ήδη δύσκολη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί σε σχέση με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και οι λανθασμένες επιλογές της Ευρώπης (όπως λόγου χάρη η εντελώς αντιαναπτυξιακή προσέγγιση μέσω δράσεων, όπως ο μηχανισμός συνοριακής προσαρμογής άνθρακα – CBAM) για την αντιμετώπιση και της κινεζικής επέλασης στο πεδίο των commodities, έφεραν μεγάλες βιομηχανίες και ιδίως τις βιομηχανίες εντάσεως ενέργειας στο χείλος της καταστροφής. Σήμερα, με το υπέρογκο ενεργειακό κόστος και με τη συνεχιζόμενη ολιγωρία της Ευρώπης ως προς την εξεύρεση ή και την υιοθέτηση λύσεων που έχουν τεθεί στο τραπέζι, η βιομηχανία δεν απειλείται απλώς: κλείνει. Η Ευρώπη ολόκληρη ”αποβιομηχανίζεται”».
Ο εφοπλιστής Γιώργος Προκοπίου, σε πρόσφατη ομιλία του, είπε ότι «αν πας στα ναυπηγεία και ζητήσεις να κατασκευάσεις ένα πλοίο σύμφωνα με όλα όσα έχουν νομοθετήσει οι πολιτικοί για να πετύχουν την πράσινη μετάβαση, οι Κινέζοι και οι Κορεάτες θα βάλουν τα γέλια!» και συνέχισε λέγοντας πως «καλές είναι οι συζητήσεις για τα οράματα, αλλά θα σου πουν ότι το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι ένα πλοίο που καταναλώνει 30% λιγότερο από το προηγούμενο μοντέλο».
Η γερμανική τράπεζα Berenberg μελέτησε τη γερμανική οικονομία και κατέληξε στο συμπέρασμα πως υπερβολικοί κανονισμοί και ασφυκτική γραφειοκρατία συνεχίζουν να καταπνίγουν την οικονομική ανάπτυξη. Από το 2011, είναι περισσότεροι οι νόμοι και οι κανονισμοί που έχουν προστεθεί στη γερμανική νομολογία από αυτούς που έχουν αφαιρεθεί. Το επαναλαμβανόμενο κόστος συμμόρφωσης των επιχειρήσεων αυξήθηκε κατά 30 δισεκατομμύρια ευρώ (0,7% του ΑΕΠ) έως τα τέλη του 2024. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αύξησης -σύμφωνα πάντα με την Berenberg- ξεκίνησε από το 2021 και φτάνει μέχρι σήμερα. Οι εφάπαξ δαπάνες για την εκπλήρωση των νέων απαιτήσεων συμμόρφωσης έχουν αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια και από τα 14 δισ. ευρώ το 2021, έφτασαν το 2023 στα 21 δισ. ευρώ.
Αν η ΕΕ δεν φροντίσει να εκλογικεύσει τους περιορισμούς και τα κανονιστικά πλαίσια μέσα στα οποία καλείται να λειτουργήσει η οικονομία και να ανταποκριθούν οι επιχειρήσεις, με τον Τρaμπ στο τιμόνι των ΗΠΑ και την πίεση των κινεζικών εταιρειών, η ευρωπαϊκή οικονομία θα φθίνει και οι μεγάλες εταιρίες θα αποφεύγουν να επενδύσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος.