Ένα από τα ζητήματα που θα κληθεί να διαχειριστεί η κυβέρνηση, που θα προκύψει από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, είναι η αναθεώρηση της οικονομικής διακυβέρνησης της Ευρωζώνης. Το θέμα είχε παγώσει αρχικά λόγω κορωνοϊού, στη συνέχεια λόγω ενεργειακής κρίσης και πολέμου στην Ουκρανία και τώρα έχει επανέλθει στο προσκήνιο, με τους υπουργούς Οικονομικών της Ευρωζώνης να επιδιώκουν συμφωνία ως το τέλος του έτους. Ο στόχος είναι το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης να εφαρμοστεί πριν τις ευρωεκλογές του 2024.
Η πρόταση της Επιτροπής για τους νέους κανόνες δημοσιονομικής διακυβέρνησης βασίζεται στην εξειδικευμένη αντιμετώπιση των δημοσιονομικών προβλημάτων κάθε χώρας μέλους και όχι στη σημερινή οριζόντια προσέγγιση της μείωσης του χρέους. Ο κανόνας μείωσης του χρέους κατά 1/20 ετησίως, εφόσον το χρέος υπερβεί το 60%, όπως και οι απαιτήσεις του μεσοπρόθεσμου στόχου για το διαρθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο, εγκαταλείπονται. Υιοθετείται ένα νέο σύστημα που επικεντρώνεται στη βιωσιμότητα του χρέους και σε έναν ενιαίο δείκτη, που θα υπολογίζει τον ρυθμό αύξησης των δημόσιων δαπανών .Ωστόσο, παραμένει σε ισχύ το κριτήριο του ελλείμματος 3% του ΑΕΠ, όπως και η απαίτηση μείωσης του λόγου του χρέους, όταν αυτό υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ.
Από τα όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα γνωστά, οι νέοι κανονισμοί διαχωρίζουν τις χώρες-μέλη σε τρεις ευρύτερες ομάδες, ανάλογα με τη δημοσιονομική τους κατάσταση. Συγκεκριμένα, σε μια ομάδα οι χώρες με διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, στη μια άλλη τα κράτη με δημοσιονομικό έλλειμμα χαμηλότερο του 3% και δημόσιο χρέος υψηλότερο του 60% και, τέλος, στην τρίτη ομάδα οι χώρες που επίσης έχουν δημοσιονομικό έλλειμμα μικρότερο του 3%, αλλά το χρέος τους δεν υπερβαίνει το 60%. Οι εκτιμήσεις των ειδικών τοποθετούν την Ελλάδα στη δεύτερη ομάδα.
Αυτό είναι σε αδρές γραμμές, όπως παρουσιάστηκε στα τέλη Απριλίου, το πλαίσιο των προτάσεων της Επιτροπής για το σύμφωνο σταθερότητας. Θεωρητικά και με τα όσα επίσημα ελέχθησαν, βασικοί στόχοι είναι η ενίσχυση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η προώθηση χωρίς αποκλεισμούς της ανάπτυξης για όλα τα κράτη-μέλη. Όσο κι αν προηγήθηκε των προτάσεων διαδικασία ευρείας διαβούλευσης, δεν παύει να είναι η πιο σημαντική και ουσιαστική μεταρρύθμιση στην Ευρωζώνη, που βασίζεται σε ένα πυκνό πλέγμα νομικών, τεχνικών και λογιστικών λεπτομερειών και πρακτικών, που είναι σχεδόν αδύνατον να γνωρίζουμε πού θα οδηγήσει τα επόμενα χρόνια.