Η πολυσυζητημένη προεκλογική τηλεοπτική συζήτηση μεταξύ πολιτικών αρχηγών δεν απέδωσε όσα αναμένονταν από μια τηλεμαχία. Η διαδικασία που είχαν συμφωνήσει τα κόμματα δεν επέτρεψε την αντιπαράθεση μεταξύ των πολιτικών αρχηγών, ούτε έδωσε τη δυνατότητα εμβάθυνσης στα μεγάλα ζητήματα που αναμένεται να κυριαρχήσουν μετά τις εκλογές, όπως κατεξοχήν εκείνο της οικονομίας.
Το βασικό πλεονέκτημα μιας τηλεμαχίας είναι η αντιπαράθεση ώστε να προκύψουν εντάσεις, να γίνουν αισθητές οι διαφορές και τα όρια των πολιτικών προσώπων και τελικά να δημιουργηθεί συναισθηματικό φορτίο στους τηλεθεατές.
Το συναίσθημα παίζει μεγάλο ρόλο στην πολιτική επικοινωνία -και σε κάθε μορφής επικοινωνία, όπως ξέρουν καλά οι διαφημιστές- αφού είναι το κατεξοχήν «εργαλείο» με το οποίο οι άνθρωποι διαβάζουν και αξιολογούν τους άλλους ανθρώπους, ανάμεσα σε αυτούς και τους πολιτικούς.
Εν προκειμένω το κοινό παρακολούθησε παράλληλες συνεντεύξεις, με πολλούς μάλιστα περιορισμούς, οι οποίοι δεν επέτρεψαν να γίνει συζήτηση ουσίας για τα μείζονα θέματα, ούτε να διευκρινιστούν οι θέσεις των κομμάτων.
Φάνηκε, δε, επίσης ότι παρόλο που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας άφησε ανοιχτά «παράθυρα» για μετεκλογικές συνεργασίες, τα μικρότερα κόμματα δεν έδειξαν διάθεση ανταπόκρισης – αν και όλα πιθανόν να κριθούν τελικά από το αποτέλεσμα της κάλπης.
Εφόσον, όμως, τα μικρότερα κόμματα εγκαταλείψουν την ευκαιρία να διαδραματίσουν ρόλο στην ασκούμενη πολιτική -την οποία μόνο η απλή αναλογική παρέχει- η συζήτηση για τη μετεκλογική διαχείριση επανέρχεται στην πεπατημένη, με τα δύο μεγάλα κόμματα να διαγκωνίζονται για την εξουσία. Με την κυβέρνηση να επικαλείται την πορεία των τελευταίων 4 ετών και να ζητά την εντολή για να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση και, από την άλλη πλευρά, την αξιωματική αντιπολίτευση να προτείνει αλλαγές, με έμφαση στην προστασία των δημοσίων αγαθών και των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης, η οποία έχασε πολλά τα τελευταία χρόνια.
Όλα δείχνουν, όμως, ότι η επόμενη 4ετία δεν θα έχει καμία σχέση με την προηγούμενη. Το οικονομικό περιβάλλον αναμένεται να αλλάξει και η επόμενη κυβέρνηση θα βρεθεί υπό τελείως διαφορετικές συνθήκες από εκείνες που επικράτησαν τα τελευταία χρόνια.
Αντί για τις μεγάλες δαπάνες που μπόρεσε να κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη -λόγω της έκτακτης δημοσιονομικής χαλάρωσης στην Ε.Ε.- ανεβάζοντας το δημόσιο χρέος, επανέρχεται πλέον η δημοσιονομική αυστηρότητα που θα είναι ακόμα βαρύτερη για την Ελλάδα, η οποία θα πρέπει να επανέλθει σε πλεονάσματα του Προϋπολογισμού για τις αποπληρωμές του χρέους.
Τα περιθώρια του Προϋπολογισμού θα περιοριστούν και λόγω της επιβράδυνσης του πληθωρισμού, ο οποίος μέχρι τώρα, μαζί με τις τιμές των αγαθών ανέβαζε και τα ποσά που πληρώνουν οι πολίτες για έμμεσους φόρους (ΦΠΑ κ.ά.), με αποτέλεσμα να ενισχύονται τα δημόσια έσοδα.
Και ο πληθωρισμός μεν επιβραδύνεται, αλλά οι τιμές των αγαθών παραμένουν υψηλά και συνεχίζουν να ανεβαίνουν, κυρίως σε βασικά αγαθά όπως τα τρόφιμα, αφαιρώντας πραγματικό εισόδημα από τα νοικοκυριά.
Το «δηλητηριώδες» κοκτέιλ συμπληρώνεται από τα υψηλά επιτόκια που συμπιέζουν την οικονομία και την επιχειρηματική δραστηριότητα και, όπως όλα δείχνουν, θα αργήσουν να επιστρέψουν σε χαμηλότερα επίπεδα – αν δεν ανέβουν κι άλλο.
Όλα αυτά, που βέβαια ουδόλως συζητήθηκαν στην τηλεμαχία, προοιωνίζονται ένα τελείως διαφορετικό περιβάλλον διεθνώς και στην Ελλάδα, όπου η πίεση στη μεσαία τάξη και τη μικροεπιχειρηματικότητα θα αυξηθεί.
Με αυτό το δεδομένο, οι όποιες θριαμβολογίες για την υψηλή ανάπτυξη που επιτεύχθηκε με κρατικές επιδοτήσεις δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες προστέθηκαν στο δημόσιο χρέος, θα πρέπει να αξιολογούνται με περίσκεψη. Το ίδιο ισχύει και για τις όποιες υποσχέσεις για ακόμα καλύτερες μέρες.
Η επόμενη κυβέρνηση δεν θα μπορεί να μοιράζει χρήματα, αλλά θα πρέπει να μαζεύει φόρους. Το ποιοι θα πληρώσουν αυτούς τους φόρους θα έπρεπε να είναι ένα κεντρικό θέμα προεκλογικής συζήτησης. Όπως και το πώς θα ανακτήσουν οι πολίτες το εισόδημα που χάνουν από τον πληθωρισμό, αλλά και πώς θα πορευτεί η ελληνική οικονομία μέσα στη θύελλα που αναμένεται διεθνώς.