Η πορεία της ελληνικής οικονομίας φέτος εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, εθνικούς και διεθνείς. Ολοι αυτοί οι παράγοντες, όμως, συντείνουν στην υπόθεση ότι τελικά θα είναι μια χρονιά ανάπτυξης, με εμπόδια που σχετίζονται κυρίως με την εξέλιξη της πανδημίας.
Αν δηλαδή η πανδημία δεν επιφέρει αναγκαστικά κλείσιμο των οικονομιών, διακοπή του εμπορίου ή άλλες μεγάλες ανατροπές διεθνώς, η ελληνική οικονομία θα κινηθεί ψηλότερα απ’ ό,τι πέρυσι, ενώ στα καλύτερα σενάρια δεν αποκλείεται να τη δούμε να απογειώνεται.
Οι παράγοντες που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία είναι η διάρκεια και η ένταση της ενεργειακής κρίσης, η εξέλιξη του πληθωρισμού στην Ευρώπη, αλλά και εσωτερικά, στην Ελλάδα, οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το Σύμφωνο Σταθερότητας, η πορεία της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων, η πορεία των διεθνών χρηματιστηρίων και οι γεωπολιτικές εξελίξεις. Ολα αυτά ελάχιστα μπορούμε να τα επηρεάσουμε, αλλά έχουμε περιθώρια βελτίωσης της διατήρησης που κάνουμε.
Η ενεργειακή κρίση μάς επηρεάζει πάρα πολύ άσχημα, πολύ βαρύτερα από άλλες χώρες, και η κυβέρνηση δεν έχει καταφέρει έως τώρα να πετύχει ευνοϊκή συμφωνία με τη Ρωσία για να αγοράζουμε φθηνότερα το φυσικό αέριο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η κρίση θα επιλυθεί διεθνώς και αυτό θα ανακουφίσει και την ελληνική οικονομία. Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις που έκανε η ΔΕΠΑ πριν από την επίσκεψη του πρωθυπουργού στον Πούτιν και συνακόλουθα και οι συναντήσεις Μητσοτάκη – Πούτιν δεν απέδωσαν. Αν η ενεργειακή κρίση συνεχιστεί και ενταθεί, θα έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
Ο πληθωρισμός ανεβαίνει και στην Ευρώπη και εδώ, όμως πολλοί είναι αυτοί διεθνώς που θεωρούν ότι είναι ένα προσωρινό και περιορισμένης επίπτωσης φαινόμενο. Στην Ελλάδα οι τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών ανεβαίνουν (επηρεαζόμενες και από το κόστος της ενέργειας, που είναι υψηλό, αλλά και από τις διεθνείς τιμές πρώτων υλών), αλλά οι μισθοί είναι καθηλωμένοι και τα νοικοκυριά δυσκολεύονται. Οι ελληνικοί μισθοί πρέπει να ανέβουν και να καλύψουν την απώλεια του 12% που είχαν την τελευταία δεκαετία.
Δυστυχώς, εισοδηματικά η Ελλάδα, αντί να συγκλίνει με την Ε.Ε., αποκλίνει, μένει πίσω. Αυτό έχει, εκτός των άλλων, και ένα επιπλέον αρνητικό αποτέλεσμα, ότι οι νέοι δεν θέλουν να εργαστούν σε μόνιμες δουλειές. Διαλέγουν εναλλακτικούς τρόπους εξεύρεσης εισοδημάτων, με περιστασιακές δουλειές, αφού τους αποδίδουν τα ίδια χρήματα ή και περισσότερα από τους χαμηλούς μισθούς, με περισσότερο ελεύθερο χρόνο.
Όσον αφορά την αλλαγή του Συμφώνου Σταθερότητας, η κυβέρνηση προβάλλει τις ελληνικές απόψεις για γενναία χαλάρωση στο χρέος και στα ελλείμματα προκειμένου να αποκτήσει περιθώρια παροχών για να καλύψει αφενός τις ζημίες που προκαλούνται από την πανδημία και αφετέρου την υστέρηση των ελληνικών εισοδημάτων, που ήταν το αποτέλεσμα της δεκαετούς κρίσης. Το Σύμφωνο θα χαλαρώσει, αλλά το πόσο θα μας επηρεάσει θετικά αυτό θα φανεί τελικά στις λεπτομέρειες των αποφάσεων της Ε.Ε.
Οι αγορές ομολόγων φέτος αναμένεται σχεδόν απ’ όλους τους διεθνείς αναλυτές ότι θα μπουν σε μεγάλη κρίση. Δεν προβλέπεται αναγκαία το ίδιο και για τις χρηματιστηριακές αγορές, εκεί οι προβλέψεις είναι, όπως πάντα, ανάμεικτες. Τα χρηματιστήρια θα ανέβουν, εκτός κι αν πέσουν, όπως πάντα – αλλά μάλλον είναι περισσότεροι αυτοί που πιστεύουν ότι θα ανέβουν όταν τελειώσει η πανδημία.
Σε αυτή την περίπτωση, το διεθνές ενδιαφέρον για το ελληνικό χρηματιστήριο θα αυξηθεί προσφέροντας κέρδη στους ρισκαδόρους επενδυτές. Και αυτό όμως θα εξαρτηθεί από το αν οι διεθνείς οίκοι αναβαθμίσουν την ελληνική οικονομία και κερδίσουμε την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, δηλαδή έναν χαρακτηρισμό ασφαλείας που επιτρέπει στα μεγάλα funds των αναπτυγμένων αγορών να επενδύουν στην ελληνική αγορά.
Πέραν των διεθνών παραγόντων που επηρεάζουν την ελληνική οικονομία, υπάρχουν και οι δικοί μας. Κατ’ αρχάς, τα κόκκινα δάνεια βαραίνουν ακόμη την ελληνική οικονομία και αναμένεται ότι θα κλείσουν αρκετές επιχειρήσεις που δεν μπορούν να ορθοποδήσουν. Οι ισολογισμοί των περισσότερων επιχειρήσεων δεν επιτρέπουν στις τράπεζες να τους δώσουν δάνεια και έτσι οι τράπεζες δεν μπορούν να αναπτυχθούν, αλλά προσπαθούν να βγάλουν κέρδη αυξάνοντας τις προμήθειές τους και επιβαρύνοντας περισσότερο τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.
Χωρίς χρηματοδότηση βέβαια η ανάπτυξη είναι περιορισμένη, ελπίζουμε όμως να υπάρξει διέξοδος μέσω του αναπτυξιακού ταμείου για τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς και του ΕΣΠΑ και του αναπτυξιακού νόμου για τις μικρομεσαίες.
Το σημαντικότερο έργο που έχει γίνει είναι η ψηφιοποίηση του Δημοσίου από τον Πιερρακάκη και τα οφέλη του για επιχειρήσεις και ιδιώτες είναι σημαντικά και θα συνεχίσουν να φαίνονται για καιρό. Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει σε άλλες μεγάλες μεταρρυθμίσεις και κάποιες πληροφορίες λένε ότι όσο πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών τόσο μειώνεται η διάθεσή της. Οι πολιτικοί αναλυτές -που προβλέπουν πάντα εκλογές- τις τοποθετούν εντός του 2022, παρά το γεγονός ότι ο Μητσοτάκης υποστηρίζει με σθένος ότι θα γίνουν στην ώρα τους, δηλαδή το 2023.
Το πότε θα γίνουν έχει μια σημασία, αλλά μεγαλύτερη πολιτική σημασία πλέον έχει πώς θα πολιτευτεί ο Ανδρουλάκης και αν θα αποκτήσει κάποια στιγμή το ΚΙΝ.ΑΛ. κυβερνητική προοπτική. Και αυτό έχει σημασία διότι με τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύεται ο ΣΥΡΙΖΑ, με την κάθετη άρνηση σε οτιδήποτε κάνει η κυβέρνηση, δεν μπορεί μελλοντικά να συμμετάσχει σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Και είναι βέβαιο ότι σύντομα, είτε με την απλή αναλογική είτε με τη νέα «ελαφρώς ενισχυμένη», η χώρα θα χρειάζεται συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων για να κυβερνηθεί. Και λόγω αυτής της ανάγκης, τα πολιτικά κόμματα θα πρέπει να βρουν πεδία συναίνεσης.
Τελικά, λοιπόν, η πορεία της ελληνικής οικονομίας προβλέπεται ότι θα είναι μάλλον καλή φέτος και το μεγάλο ζητούμενο θα παραμένει πάντα η πολιτική σταθερότητα, που συνδέεται όμως από εδώ και πέρα με τις κομματικές συναινέσεις και όχι με τους «χαρισματικούς» ηγέτες όπως παλαιότερα.