Το μεσημέρι της περασμένης Τετάρτης, μια μέρα συννεφιασμένη και βροχερή στην Αθήνα, ήμουν μέσα στο αυτοκίνητό μου και περίμενα να ανάψει το φανάρι. Δίπλα μου, σε ένα καινούριο αυτοκίνητο, ήταν ένας κύριος που άκουγε διαπασών μουσική και τραγουδούσε. Θεώρησα ότι είναι εξαιρετικά χαρούμενος με το νέο του απόκτημα και ανέβασα το τζάμι στην πόρτα του συνοδηγού, επειδή δεν ήμουν σε φάση να μοιραστώ τη χαρά του. Εκείνος το κατάλαβε, μου έγνεψε να κατεβάσω το παράθυρο για να μου μιλήσει και μου είπε: «Αδερφέ, συγγνώμη αν σε ενόχλησα, αλλά είμαι τρελαμένος. Οπως όλοι μας, βέβαια. Ολοι χρειαζόμαστε ψυχολόγο». Αμέσως μετά, έκανε τα… δεύτερα φωνητικά στον Ακη Πάνου που άκουγε από το ηχοσύστημά του: «Ασ’ τον τρελό στην τρέλα του και μην τον συνεφέρεις / Τι κρύβει μέσα το μυαλό ενός τρελού δεν ξέρεις».

Είναι δεδομένο ότι κανείς μας δεν ξέρει τι έχουν οι άνθρωποι δίπλα μας μέσα στο μυαλό τους, γι’ αυτό άλλωστε και καθημερινά ερχόμαστε αντιμέτωποι με απίστευτες ειδήσεις οι οποίες αφορούν, κατά βάση, το αστυνομικό δελτίο, ενώ σε πολλές περιπτώσεις -για όλα αυτά που βλέπουμε γύρω μας- έχουμε αναφωνήσει: «Α, καλά, όλοι του γιατρού είμαστε, όλοι ψυχολόγο θέλουμε».

Είναι γεγονός ότι ένα από τα ισχυρότερα ταμπού για την ελληνική κοινωνία, ο ψυχολόγος, αφού επί χρόνια ήταν -εντελώς λανθασμένα- συνυφασμένος με την τρέλα, πλέον δεν σχολιάζεται αρνητικά και μάλιστα όλο και περισσότεροι συμπολίτες μας καταφεύγουν σε αυτούς τους επιστήμονες για να βρουν λύση σε όσα τους απασχολούν. Είτε πρόκειται για τη συμβουλευτική ζευγαριών, την αντιμετώπιση τραυματικών εμπειριών ή τη διαχείριση του άγχους, του βασικότερου προβλήματος στην κοινωνία μας, τα πράγματα δείχνουν ότι πολλοί πλέον οδηγούνται στην πολυθρόνα του ψυχολόγου, προκειμένου να βρουν απάντηση στα όσα τους απασχολούν. Το 2021, η Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία ανέφερε αύξηση 30% στους πελάτες θεραπείας σε σύγκριση με τα προηγούμενα χρόνια, γεγονός που απέδωσε στην καταιγίδα του άγχους που προκλήθηκε από την πανδημία, αλλά και τη συλλογική συνειδητοποίηση ότι το να κρατάς τα συναισθήματά σου μέσα σου, χωρίς να τα εκφράζεις, τελικά σου κάνει κακό.

Αντίστοιχα, στην Ελλάδα, ο Σύλλογος Ελλήνων Ψυχολόγων ιδρύθηκε το 1963 και αριθμεί περίπου 3.000 μέλη. Οπως, όμως, ο ίδιος διευκρινίζει, δεν είναι απαραίτητο κάποιος που ασκεί το επάγγελμα του ψυχολόγου να εγγραφεί στον σύλλογο. Επιπλέον, η Ελληνική Ψυχολογική Εταιρεία (ΕΛΨΕ), που υφίσταται από το 1990, αριθμεί περίπου 800 μέλη με διδακτορικό δίπλωμα ή υποψήφιους διδάκτορες. Η εκτίμηση όλων όσοι ασχολούνται με τον κλάδο είναι ότι σήμερα στην Ελλάδα υπάρχουν τουλάχιστον 10.000 ψυχολόγοι ή άνθρωποι που, τέλος πάντων, προσφέρουν υπηρεσίες ψυχολόγου. Εννοείται πως για να υπάρχουν τόσοι πολλοί που ασκούν αυτό το επάγγελμα, υπάρχουν αντίστοιχα και υψηλά ποσοστά εν δυνάμει θεραπευόμενων. Συγκεκριμένα στοιχεία δεν υπάρχουν, αλλά -σύμφωνα με έρευνα- τα 2/3 όσων ρωτήθηκαν παραδέχτηκαν ότι έχουν άγχος λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον και το 41% από αυτούς κατέφυγε σε ψυχολόγο για να το αντιμετωπίσει. Από αυτή την αναγωγή προκύπτει ένα ποσοστό 25% στον γενικό πληθυσμό, αν και ειδικοί του κλάδου εκτιμούν ότι στην Ελλάδα έχει πια ανέλθει σε επίπεδα που ξεπερνούν το 35%, αναφερόμενοι σε άτομα τα οποία έχουν ζητήσει τη βοήθεια ψυχολόγου τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους – ανεξαρτήτως διάρκειας συνεδριών. Τα ποσοστά εκτοξεύονται ακόμα περισσότερο αν η έρευνα επικεντρωθεί στις γυναίκες ή στις μικρότερες ηλικίες. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η εφημερίδα Πρώτο Θέμα, με απολύτως μετρήσιμα στοιχεία του 2019 από το νοσοκομείο Μυτιλήνης, οι γυναίκες που ζήτησαν ψυχολογική βοήθεια ήταν 260 έναντι 95 ανδρών. Οι γυναίκες μεταξύ 35 και 50 ετών αναζητούν περισσότερο τη θεραπεία από ό,τι οι άνδρες. Το ίδιο ισχύει και για τους νέους που ανήκουν στην Generation Z (με έτη γέννησης από το 1997 ως το 2012), οι οποίοι αποτελούν μια γενιά πιο ανοιχτή στη συζήτηση γύρω από την ψυχική υγεία και την αναγκαία υποστήριξη.

Στο μεταξύ, σύμφωνα πάντα με τους ειδικούς, οι περισσότεροι άντρες που εργάζονται στη βιοπάλη, συνήθως δεν πιστεύουν στην ψυχοθεραπεία και ως εκ τούτου η παρουσία τους στα γραφεία των ειδικών αναζητείται. Αλλά και όταν αυτή καταγράφεται, οφείλεται ή στις παραινέσεις των συζύγων/συντρόφων τους ή αφορούν προβλήματα επιθετικότητας και δυσπροσαρμοστικότητας που εμφανίζουν τα παιδιά τους που βρίσκονται στην εφηβεία. Αλλά και οι ελεύθεροι επαγγελματίες φαίνεται να απορρίπτουν την ψυχοθεραπεία, παρότι έχουν την οικονομική δυνατότητα, ενώ αντίθετα οδηγούν εκείνοι πολλές φορές τα στενά τους πρόσωπα στην πόρτα του ψυχοθεραπευτή αντί να πάνε οι ίδιοι.

Πάντως, σε όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Ελλάδας, όσο και στην επαρχία, ο φόβος στιγματισμού αποτρέπει τους ανθρώπους από το να επισκεφτούν έναν ψυχολόγο, αν και θα έπρεπε, αναλογικά πάντα με τα σοβαρά περιστατικά που βλέπουμε στον περίγυρό μας. Τα οποία, πια, έχουν ξεπεράσει το πεδίο δράσης ενός ψυχολόγου και θα έπρεπε να έχουν διαβεί το κατώφλι κάπου ψυχίατρου. Ενας τέτοιος, Ουγγροαμερικανός, ο Τόμας Σας, είχε πει πως «οι ψυχίατροι χαρακτηρίζουν κάποιον νευρωτικό αν υποφέρει από τα προβλήματά του στη ζωή και ψυχωτικό αν κάνει άλλους ανθρώπους να υποφέρουν». Και όπως όλοι βλέπουμε, δίπλα μας υπάρχουν πολλοί που μας κάνουν να υποφέρουμε – δείτε, για παράδειγμα, πόσο έχουν αυξηθεί εσχάτως οι γυναικοκτονίες (και) στη χώρα μας.

Στον δρόμο λίγο παρακάτω, στο επόμενο φανάρι, δίπλα μου βρέθηκε ο ίδιος κύριος που έγραφα στην αρχή του άρθρου, ο οποίος τώρα άκουγε… κλασική μουσική – πάντα στη διαπασών. Με κοίταξε, γέλασε δυνατά, και μου είπε: «Θα με περνάς για τρελό και μόνο για αυτά που ακούω, αλλά κι εσύ που μου μιλάς τρελός είσαι». Το πράσινο άναψε, και προτού πατήσω γκάζι για να φύγω, του είπα αυτό που είχε γράψει ο Σαίξπηρ: «Αν και αυτό είναι τρέλα, υπάρχει μια μέθοδος σ’ αυτό». Δεν γέλασε…