Μετά το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, επανήλθε η συζήτηση για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων – μάλιστα ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανήγγειλε από τη Βουλή την πρωτοβουλία για κατοχύρωσή της στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Να δούμε, βέβαια, το πώς θα αντιδράσουν σε αυτό τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Το βέβαιο είναι πως η αξιολόγηση στο Δημόσιο η οποία αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα και πολυσυζητημένα ζητήματα της ελληνικής διοίκησης. Αν και η ανάγκη για αξιολόγηση του κρατικού μηχανισμού είχε τεθεί από τις πρώτες δεκαετίες του νεοελληνικού κράτους, η θεσμοθέτηση και εφαρμογή της έχει περάσει από διάφορα στάδια, επηρεαζόμενη από πολιτικές, κοινωνικές και συνδικαλιστικές πιέσεις, όπως έχει δείξει η Ιστορία.

Eurokinissi

Η ανάγκη για αποδοτική δημόσια διοίκηση απασχόλησε το ελληνικό κράτος ήδη από τον 19ο αιώνα, ωστόσο, οι πρώτες οργανωμένες απόπειρες αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων εμφανίζονται στις αρχές του 20ού αιώνα. Κατά τη δεκαετία του ‘20, έγιναν οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις για τον έλεγχο της αποτελεσματικότητας των κρατικών λειτουργών, με στόχο τον περιορισμό της αναξιοκρατίας και των πελατειακών σχέσεων. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η προσπάθεια αυτή συνεχίστηκε με διάφορους νόμους, χωρίς όμως να υπάρξει συστηματική εφαρμογή της αξιολόγησης. Η πολιτική αστάθεια και η επικράτηση του ρουσφετιού ως μέσο ανέλιξης στην ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης αποτέλεσαν βασικούς παράγοντες που εμπόδισαν την εφαρμογή ενός αντικειμενικού συστήματος. Μετά τη Μεταπολίτευση, η ανάγκη για εκσυγχρονισμό του κράτους και για αξιοκρατία στον δημόσιο τομέα έγινε επιτακτική. Η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70, έθεσε τις βάσεις για έναν πιο δομημένο κρατικό μηχανισμό, επιχειρώντας την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης μέσω νέων θεσμών.

Ωστόσο, κατά τη δεκαετία του ‘80, υπό την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αν και έγιναν προσπάθειες θεσμοθέτησης κριτηρίων αξιολόγησης, η δημόσια διοίκηση παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό υπό την επιρροή κομματικών μηχανισμών. Οι προσλήψεις και οι προαγωγές βασίζονταν περισσότερο σε πολιτικές γνωριμίες παρά σε αξιολογικά κριτήρια, με αποτέλεσμα η ιδέα της αντικειμενικής αξιολόγησης να υποχωρήσει. Τη δεκαετία του ‘90 και στις αρχές του 2000, κυβερνήσεις τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας προχώρησαν σε διάφορες μεταρρυθμίσεις, προσπαθώντας να θεσπίσουν αντικειμενικά συστήματα αξιολόγησης. Παρ’ όλα αυτά, η εφαρμογή τους συχνά προσέκρουε σε αντιδράσεις από συνδικαλιστικές οργανώσεις, οι οποίες θεωρούσαν ότι τα συστήματα αξιολόγησης μπορούσαν να οδηγήσουν σε απολύσεις ή να χρησιμοποιηθούν ως μέσο κομματικών διώξεων.

Από το 2010 και μετά, λόγω της οικονομικής κρίσης και της πίεσης των δανειστών για μεταρρυθμίσεις, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων επανήλθε δυναμικά στην πολιτική ατζέντα. Η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου εισήγαγε το 2010 ένα σύστημα αξιολόγησης που συνδεόταν με την επίδοση των υπαλλήλων και τις μισθολογικές απολαβές τους. Η μεγαλύτερη προσπάθεια αναδιοργάνωσης ήρθε με τη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης Σαμαρά (2012-2014), όταν ο τότε υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης εισήγαγε ένα νέο πλαίσιο αξιολόγησης, το οποίο προέβλεπε ποσοστώσεις στις βαθμολογίες των υπαλλήλων. Αυτό προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από συνδικαλιστικές οργανώσεις, όπως η ΑΔΕΔΥ, οι οποίες αντιτάχθηκαν στη λογική της «τιμωρητικής» αξιολόγησης και προχώρησαν σε απεργίες και κινητοποιήσεις. Με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία το 2015, το σύστημα αξιολόγησης τροποποιήθηκε, δίνοντας περισσότερο βάρος στην ανατροφοδότηση και την αυτοαξιολόγηση των υπαλλήλων. Ωστόσο, η πρακτική εφαρμογή του συστήματος υπήρξε περιορισμένη, καθώς η συμμετοχή των υπαλλήλων ήταν προαιρετική και η απουσία κυρώσεων περιόρισε την αποτελεσματικότητά του. Το 2019, με την επάνοδο της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία, επιχειρήθηκε νέα μεταρρύθμιση, εισάγοντας ένα πιο αυστηρό σύστημα αξιολόγησης, που συνδέεται με την κινητικότητα των υπαλλήλων και τις προαγωγές τους. Παρά τις προσπάθειες για αυστηροποίηση, εξακολουθούν να υπάρχουν αντιστάσεις, καθώς μεγάλος αριθμός υπαλλήλων και συνδικαλιστικών οργανώσεων διατηρεί επιφυλάξεις σχετικά με τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα της διαδικασίας.

Ετσι, σήμερα, η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων είναι θεσμοθετημένη, αλλά η εφαρμογή της παραμένει προβληματική. Παρά τις νομοθετικές παρεμβάσεις, η κουλτούρα της δημόσιας διοίκησης και οι αντιστάσεις των εργαζομένων καθιστούν δύσκολη την υλοποίηση ενός αντικειμενικού και αποδοτικού συστήματος αξιολόγησης. Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι πολλές φορές η διαδικασία δεν ολοκληρώνεται, καθώς πολλοί δημόσιοι υπάλληλοι είτε αποφεύγουν να συμμετάσχουν είτε βαθμολογούνται σχεδόν ομοιόμορφα, χωρίς να υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση. Επιπλέον, εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες για το αν η αξιολόγηση μπορεί να είναι πραγματικά ανεξάρτητη από πολιτικές παρεμβάσεις.

Στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, οι διαδικασίες αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα βασίζονται σε συστήματα κινήτρων και επιβράβευσης, με έμφαση στη διαρκή βελτίωση των υπηρεσιών. Στην Ελλάδα, όμως, η αξιολόγηση παραμένει περισσότερο μια διαδικαστική υποχρέωση παρά ένα εργαλείο ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού. Οι συχνές πολιτικές παρεμβάσεις, οι έντονες συνδικαλιστικές αντιδράσεις, η διαχρονική έλλειψη αξιοκρατικής κουλτούρας, τα χρόνια γραφειοκρατικά εμπόδια και η γενικότερη πελατειακή λογική που κυριαρχεί στον δημόσιο τομέα, αποτελούν τους βασικούς λόγους που εμποδίζουν την ουσιαστική εφαρμογή της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να μην εφαρμόζεται στην πράξη.

Θα υπάρξει, άραγε, πρωθυπουργός ο οποίος θα μπορέσει να εφαρμόσει καθολικά την αξιολόγηση στο Δημόσιο, σπάζοντας «αυγά»; Ναι, αλλά σε ποια χώρα, λογικά δεν μιλάμε για την Ελλάδα. Ας μη γελιόμαστε. Η πραγματικότητα δείχνει ότι το πολιτικό κόστος περί «ζυγίσματος» στο Δημόσιο παραμένει αποτρεπτικός παράγοντας. Χωρίς βαθιά αλλαγή στη νοοτροπία της κοινωνίας και των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων, δύσκολα θα υπάρξει πρωθυπουργός που θα τολμήσει να επιβάλει καθολική αξιολόγηση, χωρίς να υποκύψει στις πιέσεις. Ακόμα και μέσα στο ίδιο το κόμμα του, που θα δει ότι έτσι θα χάσει ψηφαλάκια.

Και κάπως έτσι, χωρίς μια ουσιαστική και δίκαιη εφαρμογή της αξιολόγησης, το ελληνικό δημόσιο θα συνεχίσει να δυσκολεύεται να εκσυγχρονιστεί και να προσφέρει υπηρεσίες αντάξιες των απαιτήσεων της σύγχρονης κοινωνίας. Και κάπως έτσι, πολίτες μπορεί να μπαίνουν σε ένα τρένο και να εξαϋλώνονται, επειδή κάποιοι δημόσιοι υπάλληλοι «απλώς» δεν έκαναν τη δουλειά τους, αφού δεν υπάρχει κανείς για να τους αξιολογήσει…