Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τη νεοσχηματισθείσα κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ως εκ τούτου, όσο πρόωροι είναι οι πανηγυρισμοί όσων βιάζονται να υποστηρίξουν «πόσο φοβερή και τρομερή είναι η καινούργια κυβέρνηση», άλλο τόσο -και περισσότερο ίσως…- προπετείς είναι οι γοεροί κοπετοί όσων επιχειρούν να πείσουν για την καταστροφή που επήλθε με την κυβερνητική αλλαγή της 7ης Ιουλίου.
Από την άλλη, όσο και αν είναι αλήθεια ότι τα περισσότερα δείγματα γραφής των νέων κυβερνώντων αφήνουν θετικό αποτύπωμα, άλλο τόσο -και περισσότερο ίσως…- αλήθεια είναι ότι οι περισσότερες κυβερνήσεις με την ίδια θετική προαίρεση ξεκινούν. Κανείς δεν εκλέγεται για να κάνει αρνητικά πράγματα. Πλην, όμως, όπως λέει και η γνωστή ρήση, «ο δρόμος για την κόλαση είναι στρωμένος καλές προθέσεις».
Όλοι ανεξαιρέτως αρχίζουν τη θητεία τους δίνοντας όρκους αιώνιας πίστης στις προεκλογικές τους δεσμεύσεις και στην τήρηση των υπεσχημένων. Με εξαίρεση κάποιους… γεννημένους απατεώνες, οι περισσότεροι μάλλον εννοούν όσα λένε. Και η πεποίθησή τους είναι ότι μπορούν να τα υλοποιήσουν. Ξεκινούν με κάποιες συμβολικές πρωτοβουλίες που συνήθως είναι ίδιες ή παραπλήσιες με εκείνες προκατόχων τους.
Θυμηθείτε, για παράδειγμα, πόσες από τις κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων ανακοίνωσαν μόλις ανέλαβαν τα ηνία ότι μειώνουν τους μετακλητούς υπαλλήλους. Ή ότι θα… ξετρυπώσουν τους αργόμισθους δημοσίους υπαλλήλους που είναι αποσπασμένοι σε θέσεις… λούφας και παραλλαγής. Καθώς επίσης ότι θα περιορίσουν τα προνόμια της εξουσίας: πτήσεις VIP, θωρακισμένα οχήματα και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Ποιος έχει ξεχάσει το περίφημο «σεμνά και ταπεινά» του Κώστα Καραμανλή ή τις υποσχέσεις του Κώστα Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου και του Αλέξη Τσίπρα ότι θα προχωρήσουν σε δραστικό περιορισμό του στόλου των κρατικών αυτοκινήτων ή ότι θα πωλήσουν τα κυβερνητικά αεροσκάφη;
Το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό και σίγουρα δεν έχει… ιδεολογική διάσταση. Θυμάμαι, για παράδειγμα, ότι το 1988 που εξελέγη πρόεδρος της Κύπρου ο αριστερός Γιώργος Βασιλείου, οι φίλοι του είχαν ενθουσιαστεί από την υπόσχεση ότι το προεδρικό αυτοκίνητο θα σταματούσε, πλέον, στους φωτεινούς σηματοδότες και δεν θα περνούσε με κόκκινο όπως έκανε –για λόγους ασφαλείας, προφανώς…- ο προκάτοχός του Σπύρος Κυπριανού.
Αμέσως μετά τις εκλογές του 2015, τηλεοπτικός σταθμός της πρωτεύουσας έκανε ειδικό ρεπορτάζ για βουλευτή ο οποίος δήλωνε μπροστά στην κάμερα ότι θα μετακινούνταν από τα Τρίκαλα στην Αθήνα για τις συνεδριάσεις της Βουλής με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ. Τρεις βδομάδες αργότερα έστελνε τον συνεργάτη του να παραλάβει το κρατικό αυτοκίνητο που του παραχωρήθηκε από το Κοινοβούλιο. Και στο ΚΤΕΛ δεν τον ξαναείδαν.
Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι το πρώτο διάστημα κάθε καινούργιας κοινοβουλευτικής ή κυβερνητικής περιόδου κάτι γίνεται. Κυρίως στο επίπεδο των συμβολισμών. Οι κυβερνώντες μπαίνουν ορεξάτοι στη μάχη να αλλάξουν τα πράγματα, θεωρώντας ότι το εγχείρημά τους θα είναι εύκολο. Έχουν, άλλωστε τη συναίνεση και την αποδοχή του ευρύτατου κοινωνικού σώματος, τα μέλη του οποίου, όταν δεν τους αφορά προσωπικώς, αρέσκονται σε τέτοιες κινήσεις.
Κάθε φορά που αναλαμβάνει μια νέα εξουσία παρατηρείται μια κινητικότητα η οποία σχετίζεται άλλοτε με το μήνυμα της αποφασιστικότητας που εκπέμπουν οι νεόκοποι κυβερνώντες και άλλοτε με τον φόβο των ίδιων των λουφαδόρων. Κάθε καινούργια κυβέρνηση, άλλωστε, έχει στην αρχή του βίου της ένα υψηλό πολιτικό κεφάλαιο που πολλές φορές υπερβαίνει τα ποσοστά που απέσπασε στην κάλπη.
Η συσσωρευμένη εμπειρία του παρελθόντος δείχνει, όμως, ότι οι κάθε είδους νταραβερτζήδες, ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν, βρίσκουν τρόπους να προσκολλώνται στη νέα εξουσία και να ματαιώνουν ή να αλλοιώνουν τα σχέδια της. Με αποτέλεσμα οι νεοφώτιστοι κυβερνώντες που βλέπουν την… αύξηση του πολιτικού τους κεφαλαίου να θεωρούν ότι η πορεία των γεγονότων θα είναι γραμμική.
Τους πρώτους μήνες μετά την εκλογική αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015 ο νικητής της κάλπης Αλέξης Τσίπρας απολάμβανε μια πρωτοφανώς υψηλή δημοτικότητα, ακόμη και μεταξύ εκείνων που δεν τον είχαν ψηφίσει.
Το ίδιο ακριβώς συνέβαινε και με τον Γιάνη Βαρουφάκη, ο οποίος έδινε συνεντεύξεις για να πει ότι δεν κάθεται στην υπουργική καρέκλα για… «να μην αλλοτριωθεί» και ο κ. Τσίπρας, αντί να τον στείλει σπίτι του, όπως έκανε αργότερα, τον χαρακτήριζε «asset» της κυβέρνησης του.
Η συνέχεια είναι γνωστή. Διότι η πορεία του χρόνου έκρινε τα έργα και τις ημέρες τόσο του Γιάνη Βαρουφάκη όσο και του Αλέξη Τσίπρα. Χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της πρώτης περιόδου όταν όλα έμοιαζαν ρόδινα. Και είχαν και οι δυο το πολιτικό τους κεφάλαιο τοποθετημένο στον τόκο της εύκολης δημαγωγίας ότι αν εκστομίζαμε απειλές κατά των ξένων εταίρων και δανειστών μας εκείνοι θα μας παρακαλούσαν να μας δανείσουν…
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, κάθε καινούργια κυβέρνηση διαθέτει μια περίοδο χάριτος. Πλην, όμως, η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι καμία κυβέρνηση δεν κρίνεται τελεσίδικα επειδή υποσχέθηκε ότι θα κόψει έναν αριθμό από τους μετακλητούς ή θα ξετρυπώσει αποσπασμένους.
Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία τέτοιων μέτρων, εκείνο που δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι οι κυβερνητικές πράξεις κρίνονται από τη διάρκειά τους. Αν, δηλαδή, όσα διακηρύσσονται στην αρχή της κάθε κυβερνητικής θητείας -όπως καλή ώρα, τώρα- θα καταφέρουν να σπάσουν το φράγμα της πρόσκαιρης εντυπωσιοθηρίας. Και θα ισχύσουν του χρόνου και του… παραχρόνου.
Στο τέλος – τέλος, η διακυβέρνηση δεν είναι αγώνας ταχύτητας, είναι μαραθώνιος με αρκετούς γύρους και πολλά σκαμπανεβάσματα.