Το ποδόσφαιρο, ειδικά στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο πλην της Αμερικής, είναι ασύγκριτα πιο δημοφιλές και «λαϊκό προϊόν», ενδιαφέρει και συναρπάζει εκατομμύρια κόσμο, αλλά ταυτοχρόνως αποτελεί πλέον μια τεράστια επιχείρηση, μια μπίζνες πολλών δισ. ευρώ. Αρκεί ένα στοιχείο για να καταδείξει την αξία της «βιομηχανίας» αυτής, η βρετανική Premier League αναμένεται να εισπράξει σε τρία χρόνια (έως το 2027) περί τα 10 δισ. ευρώ από την παραχώρηση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων παγκοσμίως.

Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια στην Αγγλία, αλλά σιγά-σιγά και στις άλλες προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, όπως στη Γαλλία, στην Ιταλία και πιο αργά στην Ισπανία, εισέρχονται και επενδύονται δισ. ευρώ κρατικά λεφτά αραβικών κρατών αλλά και αμερικανικών funds, που φυσικά τα κεφάλαια αυτά δεν είναι διόλου εύκολο έως αδύνατο να συγκριθούν και να ανταγωνιστούν από οποιονδήποτε πλούσιο ιδιώτη, ακόμα και πάμπλουτο φυσικό πρόσωπο. Πώς να συγκριθεί κανείς με τα λεφτά της Παρί, της Σίτι ή της Νιούκαστλ, δηλαδή με τα κεφάλαια του Κατάρ, του Αμπού Ντάμπι ή της Σαουδικής Αραβίας, ή με τα τεράστια αμερικανικά funds, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα.

Το θέμα μας είναι ότι φυσικά η Ελλάδα, μια μικρή χώρα και οι ομάδες της δεν μπορούν να αντέξουν αυτά τα μεγέθη και άρα και τον ανταγωνισμό, αλλά σε κάθε περίπτωση θα μπορούσαν να συγκριθούν με την Πορτογαλία και τις ομάδες της, αφού πληθυσμιακά και ως οικονομικά μεγέθη είναι παρόμοιες. Παρά ταύτα, βεβαίως, φέτος μια ελληνική ομάδα κατάφερε και πήρε ένα ευρωπαϊκό τρόπαιο. Αρα υπάρχει ελπίδα.

Η αλήθεια είναι ότι η κρίση και τα μνημόνια, σε συνδυασμό με τα βαλκανικά χαρακτηριστικά και τις διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων που το άφησαν στην τύχη του εδώ και πολλά χρόνια, κατάντησαν ένα λαϊκό όμορφο άθλημα, που έστω και οριακά μπορούσε να προσφέρει όχι μόνο θέαμα αλλά και σοβαρότερα έσοδα στις ιδιοκτησίες του, να γίνει συνώνυμο του βούρκου και της παρακμής.

Ενα σύστημα διαβρωμένο που ξεκινάει από τον τρόπο και την ανάδειξη της κατεξοχήν αρμόδιας αρχής, που είναι η ΕΠΟ, και μάλιστα με λιγοστές δυνατότητες παρέμβασης από το κράτος, αφού θεωρητικά η παγκόσμια αρχή του ποδοσφαίρου, η FIFA, και η UEFA την προστατεύουν κι έτσι η Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία έχει το αυτοδιοίκητο.
Πόσες ευθύνες έχουν για όλο αυτό και οι ιδιοκτήτες των ομάδων είναι μεγάλη κουβέντα, είναι εξόχως υποκειμενική, οπότε ο καθένας αναλόγως των συμπαθειών του ή των επιχειρηματικών του συμφερόντων μπορεί να λέει ό,τι νομίζει, να έχει μια γνώμη.

Πάντως, αν εξαιρέσει κανείς τους ιδιοκτήτες των μεγάλων ομάδων που έχουν κι αυτοί τα θέματά τους ο καθένας ξεχωριστά, αλλά όλοι τους είναι γνωστής οικονομικής εμβέλειας, οι ιδιοκτήτες των μικρότερων ομάδων δεν διακρίνονται για την «ποιότητα» και την οικονομική τους διαφάνεια. Οχι όλοι βέβαια, γιατί υπάρχουν ακόμα και ιδιοκτήτες μικρών συλλόγων που απλώς τους αρέσει να βοηθάνε τον τόπο τους και την ομάδα του.

Αυτό το μείγμα που εμπεριέχει και στοιχεία υποκόσμου, χουλιγκανισμού, διαφθοράς και συναλλαγής, η οποία καλλιεργήθηκε σταδιακά αρκετές δεκαετίες τώρα, λογικά είναι καιρός να σταματήσει, και το μεγαλύτερο συμφέρον το έχουν πρώτα και καλύτερα οι ίδιες οι ομάδες, οι ιδιοκτήτες των οποίων βάζουν λεφτά, επενδύουν και έχουν αποτέλεσμα. Οχι κάθε χρόνο, αλλά πάντως μπορεί να γίνεται όλο και πιο συχνά. Δείτε τώρα το παράδειγμα του Ολυμπιακού στο ποδόσφαιρο. Δείτε και το μπάσκετ, όπου ξαναγύρισαν και οι δύο ελληνικές ομάδες στην ελίτ της Ευρώπης. Τα αναπάντεχα αυτά χαρμόσυνα γεγονότα τα πιστώνονται οι διοικήσεις τους.

Αλλά και οι υπόλοιπες ομάδες έχουν κάθε συμφέρον να ανοίξουν τα γήπεδα στο μεγάλο κοινό που κάποτε τα κατέκλυζε με οικογένειες και φιλάθλους από τις δύο ομάδες που έπαιζαν κάθε Κυριακή απόγευμα και διασκέδαζε όπως στο σινεμά, στο εστιατόριο, στα καφενεία.

Τι ρόλο μπορεί να έχει σε όλο αυτό μια κυβέρνηση, θα αναρωτηθεί κανείς. Πολύ μεγάλο, κατά τη γνώμη μου, ώστε να διασφαλίσει καταρχήν την τάξη και να συμβάλει σε όσες διοικήσεις ομάδων θέλουν να το κάνουν πράξη, γιατί, όπως αντιλαμβάνεστε, χωρίς το κράτος δεν γίνεται. Βέβαια, δεν γίνεται και χωρίς τους ιδιοκτήτες ομάδων.

Τους τελευταίους μήνες με αφορμή τα τραγικά γεγονότα που ξεκίνησαν με τον φόνο ενός παιδιού στη Θεσσαλονίκη, του Αλκη, ενός οπαδού στη Φιλαδέλφεια, ο δράστης του οποίου δεν βρέθηκε ποτέ, και έφτασαν με θύμα έναν αστυνομικό στου Ρέντη, η κυβέρνηση ταρακουνήθηκε και έβαλε μια τάξη στα γήπεδα. Αυτό όμως αποτελεί την ελάχιστη υποχρέωσή της γιατί αγγίζει τη δημόσια ασφάλεια, όπως άλλωστε κάθε ανάλογο εγκληματικό περιστατικό σε όλη την επικράτεια και όχι μόνο στα γήπεδα.

Είναι πολύ βασικό γιατί είναι πάρα πολύ κρίσιμο να απαλλαγούν τα γήπεδα από τους ακραίους χούλιγκαν -γιατί γι’ αυτούς μιλάμε τώρα-, οπαδικά επεισόδια άλλωστε γίνονται σχεδόν σε όλο τον κόσμο με εξαίρεση ίσως την Αγγλία, που μέχρι πριν από την εποχή της Θάτσερ ήταν η χειρότερη χώρα σε βία στα γήπεδα.

Ενα πλέγμα μέτρων ευρύτερο που θα περιλαμβάνει πολύ αυστηρό έλεγχο όλων όσοι ασχολούνται γενικά με το ποδόσφαιρο, από τα ποινικά μητρώα και τα οικονομικά δεδομένα κάτι μυστήριων παραγόντων, διαιτητών, των εκλεκτόρων της ΕΠΟ, καθώς και των συμμετεχόντων σε αυτήν, είναι ίσως μια καλή αρχή. Η Αρχή για το Ξέπλυμα Χρήματος, η ΑΑΔΕ, η Οικονομική Αστυνομία και άλλες ελεγκτικές αρχές μπορούν να συμβάλλουν και να δώσουν ένα μήνυμα σε όλους αυτούς ότι θα μπλέξουν άσχημα αν ασχολούνται με το ποδόσφαιρο έχοντας σκοπό το παράνομο κέρδος.

Η απελευθέρωση από την παρακμή και τη διαφθορά σε ένα τόσο όμορφο μαζικό και δημοφιλές σπορ όπως το ποδόσφαιρο θα κάνει καλό στην Ελλάδα, στους πολίτες και στους οπαδούς όλων των ομάδων, στους ιδιοκτήτες τους που επενδύουν και φυσικά θα το πιστωθεί και η κυβέρνηση, εφόσον συμβάλει αποφασιστικά σε αυτό. Ολοι και όλα έχουν όρους, νόμους και κανόνες, αλλά και όρια στις ευρωπαϊκές προηγμένες χώρες παντού και φυσικά στο ποδόσφαιρο. Και αυτό ισχύει για όλους, αρκεί να μη γίνονται διακρίσεις.