Όλοι, με πρώτο τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, χαρακτήρισαν το πολιτικό τοπίο που έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες ως «τη μεγάλη ευκαιρία» του ΠΑΣΟΚ για την επιστροφή του σε ρόλο πρωταγωνιστή των εξελίξεων και διεκδικητή της εξουσίας απέναντι στη Νέα Δημοκρατία
Η ευκαιρία του ΠΑΣΟΚ προκλήθηκε αφενός από τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, που συνεχίζεται με γκροτέσκο τρόπο, και αφετέρου από την εκτιμώμενη φθορά της κυβέρνησης που βρίσκεται στον έκτο χρόνο της θητείας της. Η αντικειμενικά θετική συγκυρία που προσφέρουν οι πολιτικοί του αντίπαλοι στο ΠΑΣΟΚ είναι λογικό να χρειάζεται και τη δική του συμμετοχή για να αξιοποιηθεί επαρκώς. Προφανώς μιλάμε για τις διπλές εσωκομματικές εκλογές από τις οποίες θα προκύψει το αναγκαίο «πράσινο» restart με τη συμμετοχή νέων προσώπων, την αξιοποίηση ανενεργών δυνάμεων, την οργανωτική αναδιάρθρωση, τη διαμόρφωση νέων πολιτικών που θα γίνουν αποδεκτές από την κοινωνία και γενικώς τον… εκσυχρονισμό του παλιού ΠΑΣΟΚ που «δεν αρέσει», όπως φάνηκε και στις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Αν κρίνουμε από τα αποτελέσματα της περασμένης Κυριακής αυτή η ευκαιρία μάλλον χάνεται. Λογικά, εκείνος που θα κληθεί να τη διαχειριστεί είναι ο ένας εκ των πέντε υποψηφίων για τη θέση του προέδρου που κατέβηκε στις εσωκομματικές εκλογές. Εξαιρείται ο Νίκος Ανδρουλάκης, γιατί εκείνος είχε τις δικές του ευκαιρίες την τελευταία τριετία, που ηγείται του κόμματος, αλλά απέτυχε να τις αξιοποιήσει και τα εκλογικά αποτελέσματα που έφερε το ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζονται επιεικώς μέτρια. Είναι δύσκολο να δεχθούμε πως αν σήμερα επανεκλεγεί, πράγμα πολύ πιθανό, θα κάνει από εδώ και μπρος όσα δεν μπόρεσε μέχρι χθες.
Ερμηνεύοντας τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των εσωκομματικών εκλογών καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι οι δύο εκ των έξι υποψηφίων, ο Μιχάλης Κατρίνης και η Νάντια Γιαννακοπούλου, δεν έπιασαν ούτε τη… βάση. Πιθανόν στο μέλλον να επανέλθουν με περισσότερες πιθανότητες, αλλά σε αυτή τη φάση κινήθηκαν χαμηλά. Διακρίθηκαν για τη μαχητικότητά τους και τον καθαρό λόγο, αλλά προφανώς αυτό δεν φτάνει. Τα ηγετικά χαρακτηριστικά για να αναδειχθούν χρειάζονται χρόνο και τρόπο.
Απέμειναν οι υποψηφιότητες του Χάρη Δούκα, του Παύλου Γερουλάνου και της Αννας Διαμαντοπούλου για να ηγηθούν της «επιστροφής» του ΠΑΣΟΚ. Οι περίπου 300.000 που πήγαν στις κάλπες δεν έδωσαν την καθαρή λύση που θα έβγαζε το κόμμα τους από το τέλμα. Η Αττική έδειξε τον δρόμο στηρίζοντας τον Γερουλάνο και τη Διαμαντοπούλου, αλλά η περιφέρεια δεν ακολούθησε. Για μία ακόμη φορά επιβεβαιώθηκε ότι το χάσμα ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ της Αττικής και το ΠΑΣΟΚ της υπόλοιπης Ελλάδας παραμένει βαθύ. Και σαν μην έφτανε αυτό, οι δύο εκ των τριών υποψηφίων αλληλοεξουδετερώθηκαν. Γερουλάνος και Διαμαντοπούλου πήραν το 40%, αλλά κανείς από τους δύο δεν πέρασε στον δεύτερο γύρο. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει αν αυτό το 40% θα πάει ξανά σήμερα στις κάλπες, αλλά και να πάει, είναι βέβαιο ότι δεν θα βρει εκεί όσα είχε στο μυαλό του για το μεγάλο comeback του ΠΑΣΟΚ. Και δεν θα το βρει γιατί ο μεν Ανδρουλάκης δοκιμάστηκε και έδειξε τα όριά του, ο δε Δούκας επίσης… εμετρήθη και αποδοκιμάστηκε σε χρόνο ρεκόρ.
Δεν πιστεύω ότι το πρόβλημα του Δούκα είναι η πρόθεσή του, εκτός από δήμαρχος της Αθήνας, να γίνει και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αλλά η απότομη μετάλλαξή του από συμπαθή τεχνοκράτη σε ακραίο λαϊκιστή που δεν διαθέτει καν το αναγκαίο πολιτικό έρμα. Είναι λογικό να επιθυμεί να αξιοποιήσει τη διαπιστωμένη επιρροή του στον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και ευρύτερα στην Κεντροαριστερά, αλλά δεν διάλεξε και τον καλύτερο τρόπο για να φτάσει στον στόχο του. Ακόμη κι αν σήμερα κάνει την έκπληξη και εκλεγεί πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, η δυναμική θα είναι περιορισμένη σε σχέση με τις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Θα πρέπει να «απολογείται» για την αποτυχία του στην Αθήνα, εκεί που, αντί για πρώτος, τερμάτισε τέταρτος.
Όποιος και αν εκλεγεί σήμερα από τους δύο φιναλίστ του β’ γύρου των εκλογών δεν θα μπορέσει να γίνει ο ηγέτης που θα αξιοποιήσει τη μεγάλη ευκαιρία που έχει στα χέρια του το ΠΑΣΟΚ και στην οποία πίστεψαν οι παλιοί και νέοι φίλοι του. Ο Ανδρουλάκης γιατί την είχε και την εξάντλησε και ο Δούκας γιατί από δικά του λάθη θα αναγκαστεί να ξεκινήσει από πολύ μειονεκτική θέση. Πρέπει να κάνει τη μεγάλη υπέρβαση για να καλύψει τις αδυναμίες του, αλλά αυτό μοιάζει πολύ δύσκολο να το επιτύχει επειδή αρνείται να τις κατανοήσει. Και είναι γνωστό ότι αν δεν μπορείς να κατανοήσεις τα λάθη σου, δεν μπορείς να τα διορθώσεις.
*Δημοσιεύτηκε στο «Πρώτο Θέμα» της Κυριακής 13/10/2024