search icon

Γνώμες

Οι αριθμοί λένε την αλήθεια που θέλουμε να δούμε

Η ευημερία μιας κοινωνίας κρίνεται σε μεγάλο βαθμό και από το ποσοστό των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Κι αυτό το ποσοστό είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα παραμένει μεγάλο και από τα υψηλότερα στην ΕΕ

Αν κανείς στεκόταν μόνο στους βασικούς οικονομικούς δείκτες της οικονομίας (ανάπτυξη, εξαγωγές, απασχόληση, εξαγωγές, δημοσιονομικά, επενδύσεις) αβίαστα θα κατέληγε στο συμπέρασμα πως η οικονομία μας κινείται πλέον σε ικανοποιητικά επίπεδα. Το λένε άλλωστε και όλες οι εκθέσεις των ξένων οίκων και οργανισμών οι οποίοι προβλέπουν συνέχιση της ανάπτυξης πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και για τα επόμενα χρόνια.
Αν όμως λάβουμε υπόψη κάποιους άλλους δείκτες που κυρίως έχουν αντίκτυπο στην καθημερινότητα και τις ανάγκες του πολίτη, τότε τα συμπεράσματα δεν είναι και τόσο θετικά.

Το πρώτο από αυτά, είναι ο πληθωρισμός ο οποίος όχι μόνο αντιστέκεται αλλά βρίσκεται στις υψηλότερες θέσεις ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ κι είναι αυτός ο δείκτης που απομειώνει συνεχώς την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Ένας άλλος δείκτης είναι η πορεία αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος ο οποίος τα τρία τελευταία χρόνια εμφανίζεται διαρκώς συρρικνούμενος κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με στατιστικές ούτε με κυβερνητικές εξαγγελίες αλλά έχει να κάνει με την ωμή πραγματικότητα που βιώνουν όλοι οι Έλληνες. Οι όποιες αυξήσεις σε μισθούς-συντάξεις, επ’ ουδενί μπορούν να αναπληρώσουν τις απώλειες από την γενικότερη αύξηση του κόστους ζωής.

Τα αποτελέσματα των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους της οικονομίας εμφανίζονται τα τελευταία χρόνια συνεχώς ανοδικά και η κερδοφορία τους θυμίζει παλιές καλές εποχές. Όμως αν πάμε στις μικρότερες επιχειρήσεις τις λεγόμενες μικρομεσαίες, που κάποτε τις αποκαλούσαμε «ραχοκοκαλιά της οικονομίας», η κατάσταση δεν είναι το ίδιο ρόδινη. Πολλές είναι αυτές που διαγράφουν ζημιογόνες χρήσεις και παρουσιάζουν δυσκολίες στην αντιμετώπιση των υποχρεώσεων τους κι άλλες που είναι οριακά θετικές.

Και η κατάσταση αυτή αντικατοπτρίζεται και στις τράπεζες όπου όπως διαπιστώνει και η Τράπεζα της Ελλάδος παρατηρείται και πάλι αύξηση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων κι αυτών που ήδη έχουν «κοκκινίσει». Κι ένας πρόσθετος λόγος είναι η διαπίστωση πως οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις δεν έχουν εύκολη πρόσβαση στα διάφορα επενδυτικά προγράμματα ή στο Ταμείο Ανάκαμψης αλλά και στον τραπεζικό δανεισμό που θα βοηθούσαν στην ανάπτυξης τους.

Μια και ο λόγος όμως για τα δάνεια, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας, πως και στα δάνεια των ιδιωτών όπως τα στεγαστικά, έχουν αρχίσει να αυξάνονται τα μη εξυπηρετούμενα, τείνοντας να δημιουργήσουν μια νέα φουρνιά κόκκινων δανείων αυξάνοντας και πάλι το ιδιωτικό χρέος. Κι αυτό δηλοί πως όσο κι αν υποστηρίζεται πως το βιοτικό επίπεδο των πολιτών βαίνει βελτιούμενο, αυτό δεν είναι απολύτως ακριβές όταν μια μερίδα συμπολιτών μας προστίθεται ακόμα και σήμερα σε αυτούς που καταστράφηκαν στα χρόνια της χρεοκοπίας.

Με άλλα λόγια οι αριθμοί από μόνοι τους δεν λένε πάντα την αλήθεια και οι γενικεύσεις είναι επικίνδυνες. Όχι φυσικά πως δεν είμαστε σε καλύτερη κατάσταση απ’ ό,τι πριν μερικά χρόνια. Αλλά να, όπως και να το κάνουμε, η ευημερία μιας κοινωνίας κρίνεται σε μεγάλο βαθμό και από το ποσοστό των πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Κι αυτό το ποσοστό είναι αλήθεια παραμένει μεγάλο στην Ελλάδα και από τα υψηλότερα στην ΕΕ και γι’ αυτό η επιδοματική πολιτική στους λεγόμενους ευάλωτους συνεχίζεται κι αλίμονο αν δεν γινόταν. Όταν αρχίσει αυτό το ποσοστό να πέφτει, τότε ίσως θα μπορούσαμε να μιλάμε για πραγματική βελτίωση και διευρυμένο όφελος από το μέρισμα της ανάπτυξης.

Exit mobile version