Αργά ή γρήγορα, η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να αναπροσαρμόσει τους βασικούς μισθούς των εργαζομένων προς τα πάνω για να καλύψει αφενός τη μεγάλη μείωση (12,12%) που υπέστησαν την τελευταία δεκαετία λόγω κρίσης, αφετέρου τις δυσκολίες που έχουν τα νοικοκυριά στην αντιμετώπιση του αυξημένου κόστους της ενέργειας.
Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης εξήγησε στη Βουλή ότι ο πληθωρισμός πρώτα πρέπει να μετράται και στη συνέχεια να λαμβάνονται μέτρα οικονομικής πολιτικής διότι αν αυτά προηγηθούν, μπορεί να προκληθεί πρόβλημα πληθωριστικών προσδοκιών. Σωστά τα είπε, όμως η μείωση του εισοδήματος είναι ούτως ή άλλως μετρημένη, προήλθε από την υπερδεκαετή κρίση και πρέπει σταδιακά να αρχίσει να αποκαθίσταται καθώς η χώρα ξέφυγε από την ύφεση και μπαίνει σε ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης.
Η πραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας με τις ευρωπαϊκές δεν πρέπει να ξεχαστεί ως στόχος των ελληνικών κυβερνήσεων και αυτή τη στιγμή δυστυχώς απέχουμε πάρα πολύ από αυτήν.
Η αύξηση των μισθών δεν είναι όμως μόνο ένας τρόπος αποκατάστασης των εισοδηματικών απωλειών και ενίσχυσης του βιοτικού επιπέδου. Είναι και ένα σημαντικό κίνητρο για εργασία. Διότι αυτό που διαπιστώνεται σήμερα είναι μια δυσκολία στην εξεύρεση εργαζόμενων από τις επιχειρήσεις. Αυτό τουλάχιστον δηλώνουν πάρα πολλοί επιχειρηματίες, μικροί και μεγάλοι, οι οποίοι αναζητούν εργαζόμενους σε όλες τις ειδικότητες και δεν βρίσκουν. Το χαμηλό ύψος των μισθών είναι ίσως ένας από τους βασικούς λόγους.
Ο άλλος λόγος είναι ότι συχνά οι ευκαιριακές δουλειές που κάνουν πολλοί νέοι αποδίδουν περισσότερα χρήματα σε λιγότερες ώρες εργασίας απ’ όσα παίρνει ένας απασχολούμενος με σταθερή σχέση εργασίας μέσα σε ένα 8ωρο. Η ενεργειακή κρίση είναι μια ευκαιρία για σταδιακή και εντός των δυνατοτήτων της οικονομίας αύξηση των μισθών, η οποία θα αποκαταστήσει την εργασία ως αγαθό.
Η κάλυψη των αυξήσεων του ηλεκτρικού ρεύματος με επιδότηση είναι φυσικά μια ανθρωπιστική παροχή αλλά δεν αρκεί, διότι καλύπτει μόνο το κόστος ρεύματος ενός νοικοκυριού. Δεν καλύπτει την αύξηση των δαπανών του νοικοκυριού που προκαλείται από την ανατίμηση όλων των προϊόντων και των υπηρεσιών, που προέρχεται από την αύξηση του ενεργειακού κόστους και των τιμών των πρώτων υλών.
Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι πράγματι μια επιτάχυνση της ανάπτυξης της οικονομίας η οποία αποτυπώνεται μεν στα δημοσιονομικά μεγέθη, αλλά δεν τη νιώθει ο εργαζόμενος στην τσέπη του. Τη νιώθουν βεβαίως οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, αφού αυτή απεικονίζεται στην ταχεία αύξηση της κερδοφορίας τους και ίσως και οι ελεύθεροι επαγγελματίες, κυρίως αυτοί που ασχολούνται με την οικοδομή, η οποία παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη.
Μπορεί λοιπόν να πάρει χρόνο να καταγραφεί στο υπουργείο Οικονομικών η αύξηση του πληθωρισμού, αλλά ίσως αυτό που θα καταγραφεί νωρίτερα είναι η δυσαρέσκεια των πολιτών από την επιδείνωση της οικονομικής τους θέσης. Η κυβέρνηση θεωρεί -και αυτό αποδεικνύεται από τις δημοσκοπήσεις- ότι δεν αντιμετωπίζει προς το παρόν σοβαρό πολιτικό κόστος. Και είναι αλήθεια αυτό μέχρι στιγμής, αφού η καλή επίδοση του τουρισμού φέτος έφερε χρήμα που διαχύθηκε στην οικονομία.
Ωστόσο, καθώς μπαίνει ο χειμώνας και οι ανάγκες θέρμανσης θα εξαντλούν το οικογενειακό πορτοφόλι, η δυσαρέσκεια θα εμφανιστεί. Και παρόλο που η πανδημία και οι φωτιές (ίσως και οι πλημμύρες αυτών των ημερών) δεν μετατρέπονται αυτόματα σε πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση, η επιδείνωση της οικονομικής καθημερινότητας σίγουρα θα μετατραπεί αυτόματα σε δυσαρέσκεια.
Μια πιο γενναιόδωρη εισοδηματική πολιτική σε συνδυασμό με τις μειώσεις φόρων που έχουν ανακοινωθεί θα βοηθούσε και πολιτικά την κυβέρνηση, αλλά, κυρίως, την οικονομία, επιταχύνοντας την ανάπτυξή της και ενισχύοντας το πολύ τραυματισμένο κίνητρο για εργασία που παρατηρείται σήμερα.
Η αύξηση των μισθών εξάλλου αυτή τη στιγμή εντάσσεται και στη λογική των ευρωπαϊκών πολιτικών χαλάρωσης. Η Ισπανία ήδη ανακοίνωσε μικρή αύξηση 2% των μισθών λόγω ενεργειακής κρίσης και δεν αποκλείεται να δούμε και άλλες χώρες να κινούνται προς αυτή την κατεύθυνση.
Η Ελλάδα λοιπόν, που υστερεί εισοδηματικά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, πρέπει να κινηθεί ταχύτατα τώρα, προτού επανέλθουν οι συζητήσεις στην Ευρώπη για επαναφορά πολιτικών λιτότητας.