search icon

Γνώμες

Η αμφισβήτηση της ομοφωνίας

Οι υπάρχοντες κανόνες προσφέρουν ένα κάποιου είδους φύλλο συκής, αλλά δεν αλλάζουν την κυριαρχία του βέτο ως όπλου διαθέσιμου κάθε στιγμή για χρήση αλλά σχετικά σπάνια χρησιμοποιούμενου

Με ένα μεγάλο, σχεδόν υπαρξιακό, θέμα κλείνει για την Ευρωπαϊκή Ένωση ο τελευταίος πριν από τις ευρωεκλογές πολιτικός κύκλος: στο παρασκήνιο μεν, αλλά με όλο και πιο ανοικτό τρόπο, έχει ανοίξει η συζήτηση για το πέρασμα από την ομοφωνία στην αυξημένη πλειοψηφία, ειδικά στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας.

Ο πόλεμος στην Ουκρανία άλλαξε τους ρυθμούς και τον τρόπο λειτουργίας της Ένωσης: παρότι μέχρι στιγμής οι κοινές αποφάσεις λήφθηκαν με μάλλον απροσδόκητη ταχύτητα και αποφασιστικότητα, έχει καταστεί προφανές ότι ο κανόνας της ομοφωνίας, άρα η δυνατότητα άσκησης βέτο από κάθε χώρα, αποτελεί ένα δυνάμει αξεπέραστο εμπόδιο -και πάντως δεν είναι πλέον ταμπού. Μια σειρά από χώρες συνεχίζουν να το χρησιμοποιούν: η Ουγγαρία, πολλάκις (επ’ ευκαιρία του εμπάργκο στα ρωσικά πετρελαϊκά προϊόντα, της οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία, της συγκρότησης «Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ειρήνης», του ελάχιστου εταιρικού φόρου 15%), η Κύπρος (συνδέοντας τις κυρώσεις κατά της Λευκορωσίας με τη στάση έναντι της Τουρκίας), η Πολωνία (μόλις πρόσφατα, για να μπλοκάρει την κοινή μεταναστευτική πολιτική). Πολλές, ανάμεσα στις οποίες και η δική μας, ανεμίζουν κατά καιρούς το βέτο ως απειλή και δεν επιθυμούν να χάσουν αυτό το όπλο.

Μερικές άλλες σκέπτονται φωναχτά τρόπους να «διευκολυνθεί» ο τρόπος λήψης αποφάσεων: στις 4 Μαΐου, 9 χώρες, ανάμεσα στις οποίες τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ένωσης (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο) συν τρία νεότερα μέλη (Ισπανία, Φινλανδία, Σλοβενία), δημιούργησαν την «Ομάδα Φίλων Υπέρ της Αυξημένης Πλειοψηφίας», με μετριοπαθώς εκφρασμένο αλλά εξαιρετικά φιλόδοξο στόχο. Επιδιώκουν, καλώντας και άλλους, να «προσαρμόσουν» τις διαδικασίες, ώστε να «δυναμώσουν» το ρόλο της Ένωσης στην εξωτερική και αμυντική πολιτική, μέσω «συγκεκριμένων πρακτικών βημάτων» και με βάση «διατάξεις που ήδη υπάρχουν στις Συνθήκες», αλλά που οδηγούν όλα -πρωτοβουλίες, διατάξεις, διαδικασίες, βήματα- σε υπέρβαση ή παράκαμψη της ομοφωνίας (όπως δείχνει και ο ίδιος ο τίτλος της «ομάδας»).

Η συζήτηση επί της αρχής είναι παλαιά όσο και η ίδια η ενωμένη Ευρώπη: η ομοφωνία οδηγεί άραγε σε κοινά αποδεκτές βάσει αμοιβαίων συμβιβασμών και άρα πιο νομιμοποιημένες αποφάσεις ή σε μπλοκαρίσματα και μερεμέτια με βάση το χαμηλότερο κοινό παρονομαστή; Τον προβληματισμό καθιστά αναπόφευκτο, πέρα από την ιστορική συγκυρία, η αναποτελεσματικότητα των υφισταμένων τρόπων αποφυγής της ομοφωνίας: είτε δια της «δημιουργικής αποχής» (που δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν υπάρχει «εθνικό συμφέρον» κάποιας χώρας), είτε δια της ειδικής εξουσιοδότησης που μπορεί να δώσει (για περιορισμένο αριθμό θεμάτων) το Συμβούλιο ή ο Ύπατος Αρμοστής/ «Υπουργός Εξωτερικών», είτε μέσω των «γεφυρών» (passerelles) που επιτρέπουν πέρασμα από την ομοφωνία στην αυξημένη πλειοψηφία (αλλά που πρέπει να ψηφιστούν, από το Συμβούλιο, με ομοφωνία…). Οι δυο πρώτοι τρόποι προβλέπονται στο άρθρο 31 της Συνθήκης για την Ένωση και μόνο ο πρώτος έχει τύχει, χωρίς πολλή διαφήμιση, εφαρμογής. Οι «γέφυρες» (άρθρο 48 παρ. 7 Συνθήκης για την Ένωση) εκτείνονται, εκτός της εξωτερικής πολιτικής και άμυνας, και στο οικογενειακό δίκαιο, την κοινωνική πολιτική, την περιβαλλοντική πολιτική, τον προϋπολογισμό της Ένωσης και την ενισχυμένη συνεργασία, και έχουν μείνει, για ευκόλως εννοούμενους λόγους, και αυτές ανενεργοί.

Τι είδους Ευρώπη χρειαζόμαστε και θέλουμε, αυτό είναι πάλι το ερώτημα. Και η απάντηση δεν είναι καθόλου απλή: όλοι θα συμφωνούσαν σε μια «καλύτερη» και «πιο συντονισμένη» Ευρώπη, αλλά δεν έχουν όλες οι χώρες τα ίδια προβλήματα, ούτε αντιμετωπίζουν όλες τις ίδιες απειλές –κι έτσι τα «εθνικά θέματα» δεν είναι ίδιας ποιότητας για όλους. Η ομοφωνία δυσκολεύει αλλά και επιβάλλει άλλου είδους διάλογο. Αλλαγή των Συνθηκών, ώστε να αλλάξουν ενδεχομένως τα πεδία της ομοφωνίας, είναι ανέφικτη, αφού θα την μπλοκάρουν με βεβαιότητα ορισμένες χώρες (με πρώτες την Ουγγαρία και την Πολωνία) και δεν την αξιολογούν ως χρήσιμη οι Ευρωπαίοι πολίτες. Οι υπάρχοντες κανόνες προσφέρουν ένα κάποιου είδους φύλλο συκής, αλλά δεν αλλάζουν την κυριαρχία του βέτο ως όπλου διαθέσιμου κάθε στιγμή για χρήση αλλά σχετικά σπάνια χρησιμοποιούμενου.

Ίσως, επομένως, η συζήτηση θα έπρεπε να μεταφερθεί στο πεδίο του εφικτού και του κρίσιμου: υπάρχουν πολλοί τομείς, με άμεση και καθοριστική επίδραση στη ζωή των πολιτών, που κείνται εκτός ομοφωνίας, με πρώτους ολόκληρη της οικονομία, ολόκληρο τον πολιτισμό και μεγάλο μέρος της στήριξης των κοινωνιών. Ίσως για την ανάδειξη αυτών ακριβώς των προτεραιοτήτων γίνεται, λίγο πριν από το καλοκαιρινό διάλειμμα, η συζήτηση για κάτι που δεν μπορεί να φύγει, αλλά δεν χρειάζεται και να ρίχνει τη σκιά του στα πάντα.

Exit mobile version