Ενώ πολλοί στην Ευρώπη θεωρούν αυτές τις μέρες ως μητέρα όλων των (οικονομικών) μαχών την επαπειλούμενη τραπεζική αναστάτωση με τις δυο πατρίδες και τα πολλά κεφάλια – ΗΠΑ και σειρά μικρομεσαίων τραπεζών, Ελβετία και Credit Suisse-, η πραγματική (κοιτώντας μπροστά και όχι πίσω) αναμέτρηση γίνεται σε άλλο γήπεδο: της «πράσινης ανάπτυξης» και της συμμετοχής της πυρηνικής ενέργειας σε αυτήν.
Στα μέσα της προηγούμενης βδομάδας η Επιτροπή παρουσίασε, μετά από πολύμηνη κυοφορία, το τελικό (μέχρι το επόμενο) σχέδιο Κανονισμού για μια βιομηχανία με μηδενικές εκπομπές αερίων (Net Zero Industry Act).
Στόχος η στρατηγική αυτονόμηση -άλλη μία, μετά την αμυντική- της Ένωσης στον τομέα των «καθαρών τεχνολογιών» και μάλιστα με έναν πολύ συγκεκριμένο και πολύ φιλόδοξο χρονικό ορίζοντα: το 2030 θα πρέπει τουλάχιστον το 40% των αναγκών της Ένωσης να καλύπτεται από αυτές τις «νέες», «καθαρές» και «καθαρά ευρωπαϊκές» πηγές.
Ωραίος συνδυασμός, θα είχε τον πειρασμό να σκεφτεί κανείς, οικολογικής συνείδησης (απεγκλωβισμός από τα «βρώμικα» καύσιμα), τεχνολογικο-βιομηχανικής επανεκκίνησης (με στόχο η Ευρώπη να μπορέσει να ανταγωνιστεί τις ΗΠΑ του Inflation Reduction Act/IRA) και πολιτικής βούλησης (κοινά σχέδια και δράσεις).
Μόνο που, όπως σχεδόν πάντα συμβαίνει με τόσο υψιπετή ευρωπαϊκά σχέδια, οι καλές προθέσεις και οι μεγάλες προσπάθειες, ακόμα και υπερβάσεις, καταλήγουν σε έναν συμβιβασμό μάλλον κατώτερο των περιστάσεων. Τρία βασικά προβλήματα, προερχόμενα από τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τα διαφορετικά συμφέροντα και τις διαφορετικές δυνατότητες των κρατών μελών, βλέπω στην πρόταση της Επιτροπής κι ευρύτερα στην προσπάθεια «πράσινης ώθησης»:
– πρώτον, για μια ακόμα φορά, λόγω της κλασικής σύγκρουσης «σφιχτοχέρηδων» και «χουβαρντάδων» αφενός, κρυπτο-ομοσπονδιακών και φανερο-εθνικιστών αφετέρου, οι φιλόδοξες επενδύσεις δεν στηρίζονται σε «φρέσκο χρήμα», αλλά σε «χρήμα που θα βγει από το υπάρχον χρήμα», δηλαδή από επωφελέστερη επένδυση και μόχλευση υφιστάμενων πόρων. Στα 369 δισεκατομμύρια δολάρια «ομοσπονδιακού χρήματος» της IRA και του Μπάιντεν, η εξίσου μεγάλη κι εξίσου φιλόδοξη Ευρωπαϊκή Ένωση αντιπαραβάλλει κατά βάση εγγυήσεις, αλλαγές στην κατανομή πόρων κι ευχολόγια
– δεύτερον, κι επίσης κατά κλασικό τρόπο, η «αναπτυξιακή προσέγγιση» της Ένωσης, ακριβώς επειδή η Ένωση δεν είναι ομοσπονδία και τα κοινά σχέδια δεν στηρίζονται σε κοινή χρηματοδότηση, είναι υπερβολικά, αλλά σχεδόν αναγκαστικά, διοικητική/γραφειοκρατική. Ενώ η πρόταση διανοίγει ευρύτατο πεδίο για την εκδίπλωση της «πράσινης τεχνολογίας» –επενδύσεις στην ηλιακή, φωτοβολταϊκή, αιολική, γεωθερμική, θαλάσσια και χερσαία, προερχόμενη από μπαταρίες και από υδρογόνο, από τσιπάκια κι από νέες εγκαταστάσεις ενέργεια– το πλαίσιο για την υπηρέτηση του στόχου είναι πολύ πιο στενό και πολύ πιο νεφελώδες: «ταχύτερη αδειοδότηση», «απλούστευση διαδικασιών», «διεύρυνση πρωτοβουλιών», «ώθηση για συνέργειες». Όλα αυτά θυμίζουν έντονα τα ανάλογα “εργαλεία” που αναγγέλθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή, με τη γνωστή επιτυχία, σε ένα άλλο μεγάλο κι επίσης αναγκαίο κοινό σχέδιο για την ευρωπαϊκή οικονομία, την Ένωση Κεφαλαιαγορών (Capital Markets Union)
– τρίτον, ειδικότερον και χαρακτηριστικότερον, ο τρόπος που «επιλύθηκε» το μεγάλο «αγκάθι» της πυρηνικής ενέργειας, σε συνέχεια και της αντίστοιχης διαμάχης που είχε προκύψει στο πλαίσιο της ονοματοδοσίας (taxonomy) των πράσινων και άρα επιδοτήσιμων, πηγών ενέργειας: η χρυσή τομή που βρήκε η Επιτροπή, δηλαδή να περιλαμβάνονται καταρχήν οι πυρηνικές διεργασίες στην «καθαρή ενέργεια», αλλά μόνο όταν αφήνουν «ελάχιστα απόβλητα», δεν είναι ούτε χρυσή, ούτε καν τομή.
Ομηρικές μάχες ετοιμάζονται ήδη μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας, Κεντρικών και Ανατολικών εναντίον Νότιων, Πράσινων και Φιλελεύθερων, Επιτρόπων μεταξύ τους κι Επιτροπής εναντίον Συμβουλίου και, κυρίως και πάνω απ’ όλα, μεταξύ χωρών και μεταξύ τεχνολογικών κολοσσών.
Έτσι, πράγματι, προχωρεί η Ευρώπη. Αλλά και γι’ αυτόν τον λόγο προχωρεί όπως προχωρεί.