Η μελέτη Τσιόδρα – Λύτρα για τη θνητότητα στις ΜΕΘ, κατά το δεύτερο και τρίτο κύμα της πανδημίας, περιγράφει επιστημονικά εκείνο που όλοι καταλαβαίνουμε ότι συμβαίνει. Πρώτον, όταν αυξάνονται πάνω από έναν αριθμό οι νοσηλευόμενοι στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας η ποιότητα της ιατρικής φροντίδας μειώνεται και οι απώλειες είναι μεγαλύτερες. Δεύτερον, η διασωλήνωση ασθενών εκτός ΜΕΘ είναι αναγκαία μεν, αλλά δεν αποτελεί αξιόπιστη λύση και, τρίτον, υπάρχει μεγάλη διαφορά στις προσφερόμενες ιατρικές υπηρεσίες (υποθέτω για λόγους εμπειρίας, κατάρτισης και εξοπλισμού) ανάμεσα στα νοσοκομεία της Αθήνας και της Περιφέρειας.
Είτε η έκθεση έφτασε στα χέρια του πρωθυπουργού, είτε όχι, αυτή είναι μια πραγματικότητα που γνωρίζει ή υποψιάζεται και ο τελευταίος πολίτης, πόσο μάλλον η κυβέρνηση. Και όχι μόνο αυτή η κυβέρνηση, αλλά και όλες οι προηγούμενες. Μόνο που οι προηγούμενες δεν είχαν να αντιμετωπίσουν την πανδημία και μπορούσαν να κρύβουν όπως-όπως το πρόβλημα, χωρίς σοβαρές επιπτώσεις. Δεν γίνονται όμως περισσότερες Εντατικές από τη μια μέρα στην άλλη, ούτε είναι δυνατόν να βρεθούν οι εκπαιδευμένοι γιατροί που απαιτούνται για τη στελέχωσή τους. Ακόμη και η Γερμανία που είχε τον υψηλότερο μέσο όρο ΜΕΘ ανά εκατομμύριο πολίτες, στην έξαρση της πανδημίας αναγκάστηκε να στείλει ασθενείς στην Ιταλία και την Ολλανδία. Σε προγενέστερο χρόνο έγινε το ίδιο από τη Γαλλία, που επίσης διαθέτει ένα άρτιο σύστημα υγείας, προς τη Γερμανία.
Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας όλοι έχουμε καταλάβει ότι κανένα σύστημα υγείας δεν μπορεί να αντέξει τόση πίεση. Αλλωστε από την αρχή κανείς, πουθενά στον κόσμο δεν έκρυψε ότι τα lockdown και τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης έναν στόχο είχαν: να μην καταρρεύσουν τα συστήματα υγείας. Σε όλες τις χώρες υπήρξαν περίοδοι που κυριολεκτικά χάθηκε ο έλεγχος. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τι έγινε στο Μπέργκαμο ή στις ΗΠΑ κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, στο Βέλγιο, στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στην Πορτογαλία. Στην Ελλάδα προστέθηκαν μερικές εκατοντάδες κλίνες στις ΜΕΘ και ίσως να μπορούσαν να κατασκευαστούν μερικές ακόμη, ποτέ όμως δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι αρκετές. Γι’ αυτό και από πέρυσι τέτοια εποχή η έμφαση δόθηκε στον εμβολιασμό. Μόνο που ούτε το εμβολιαστικό πρόγραμμα λειτούργησε ικανοποιητικά στη χώρα μας, αφού ακόμη και τώρα με την Οmicron μπροστά μας περίπου ο ένας στους τέσσερις Ελληνες παραμένει ανεμβολίαστος. Και εδώ θα μπορούσε να είναι πιο πιεστική και η κυβέρνηση, αλλά δεν τόλμησε τη σύγκρουση με ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που πεισματικά αρνείται να κάνει το εμβόλιο. Ούτε θέλησε να διευρύνει την υποχρεωτικότητα, όπως έκανε ο Μάριο Ντράγκι στην Ιταλία, και τώρα το βρίσκει μπροστά της.
Το θέμα των δύο «ταχυτήτων» ανάμεσα στα νοσοκομεία της Αθήνας και της Περιφέρειας είναι το πιο σύνθετο και πάει πίσω σε βάθος πολλών δεκαετιών. Τότε που πιστεύαμε ότι αρκεί να κάνουν ένα νέο κτίριο σε κάθε πόλη για να γίνει καλύτερο το σύστημα υγείας και να ικανοποιηθεί η εκλογική πελατεία της περιοχής. Τώρα αποδεικνύεται πόσο λάθος ήταν αυτή η αντίληψη. Νοσοκομεία δεν είναι μόνο τα κτίρια, αλλά και ο εξοπλισμός και κυρίως το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Το πρόβλημα δεν είναι η κατασκευή ενός κτιρίου, αλλά η πρόσληψη -και μάλιστα με καλές αμοιβές- του προσωπικού που χρειάζεται για να λειτουργήσει ένα νοσοκομείο. Τώρα όλοι διαπιστώνουν ότι τα νοσοκομεία της Περιφέρειας πρέπει να είναι λιγότερα και καλύτερα, μόνο που στο μέσον της πανδημίας, μια τέτοια προσπάθεια αλλαγής είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και θα προκαλέσει τεράστιες κοινωνικές αντιδράσεις.
Αν κρίνουμε από την κατάσταση που διαμορφώνεται παγκοσμίως με τη μετάλλαξη Οmicron δεν τελειώσαμε ακόμη με την πανδημία. Για την ακρίβεια, κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς βρισκόμαστε. Λίγο πριν το τέλος, στη μέση ή ακόμη στην αρχή, όπως πιστεύουν οι πλέον απαισιόδοξοι. Για να μη βρεθούμε πάλι προ εκπλήξεων, να προετοιμαστούμε, πολίτες και κυβέρνηση, για το χειρότερο σενάριο. Οι πολίτες να πάνε να εμβολιαστούν και η κυβέρνηση να κάνει ό,τι περισσότερο μπορεί για να βελτιωθεί το σύστημα υγείας.