Σε αντίθεση με τη μεγάλη κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, ούτε οι αγορές έχουν σταματήσει να δανείζουν το κράτος, ούτε μαζικές εκροές καταθέσεων παρατηρούνται στις τράπεζες. Ρευστότητα υπάρχει! Την ίδια στιγμή, όμως, οι μικρές επιχειρήσεις της χώρας, αυτές που συνηθίζουμε να λέμε ότι αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας, δίνουν αγώνα επιβίωσης σε συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας, αδυνατώντας να βρουν πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
 
Κάθε επιχειρηματίας που αγωνιά καθημερινά να καλύψει τα κενά ρευστότητας μιας μικρής επιχείρησης, που δημιουργούνται από την απότομη πτώση του τζίρου, λόγω της κρίσης του κορονοϊού, δύσκολα θα πίστευε ότι, την ίδια στιγμή, η Ελλάδα γίνεται δέκτης τεράστιων, πρωτοφανούς έκτασης ενισχύσεων ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι ίδιες τράπεζες που κατά κανόνα απορρίπτουν αιτήματα για δάνεια, βλέπουν στη διάρκεια αυτής της κρίσης τις καταθέσεις να αυξάνονται.

Κι όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί από την ΕΚΤ και την Τράπεζα της Ελλάδος:

1. Τα έκτακτα προγράμματα για τη στήριξη της οικονομίας της ευρωζώνης, που αποφάσισε τον Μάρτιο η ΕΚΤ, έχουν προσφέρει μέχρι στιγμής στην Ελλάδα πρόσθετη ρευστότητα της τάξεως των 50 δισ. ευρώ μέσα σε ένα εξάμηνο. Από αυτά, τα 37 δισ. ευρώ είναι χρηματοδοτήσεις προς τις τράπεζες και μάλιστα με αρνητικό επιτόκιο έως -1%. Η ΕΚΤ πληρώνει τις τράπεζες για να τις δανείζει! Τα 13 δισ. ευρώ έρχονται με τη μορφή των αγορών από την ΕΚΤ ελληνικών ομολόγων, που έχουν επιτρέψει στο Δημόσιο να δανείζεται με άνεση από την αγορά, καθώς η απόδοση των 10ετών ομολόγων κρατιέται χαμηλότερα και από 1%, ενώ στις αρχές αυτής της κρίσης, τον Μάρτιο, είχε εκτιναχθεί ως το 4%, ποσοστό απαγορευτικό για δανεισμό της χώρας, που θα είχε οδηγήσει σε μια νέα κρίση εξυπηρέτησης του χρέους, εάν δεν υπήρχε η παρέμβαση της ΕΚΤ.
2. Οι τράπεζες, εκτός από τα τεράστια που έχουν λάβει από την ΕΚΤ, βρίσκονται μπροστά σε συνεχή αύξηση των καταθέσεων, παρότι έχουν κατεβάσει πολύ κοντά στο μηδέν ακόμη και τα επιτόκια των προθεσμιακών καταθέσεων, στέλνοντας το μήνυμα ότι δεν χρειάζονται άλλες καταθέσεις! Από τον Μάρτιο έως και τον Αύγουστο, ο ρυθμός αύξησης των καταθέσεων κυμαίνεται γύρω από το 9% και το υπόλοιπο των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα έχει αυξηθεί σχεδόν κατά 10 δισ. ευρώ.

Γιατί, όμως, όλη αυτή η ρευστότητα μοιάζει να κινείται σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, χωρίς να φθάνουν παρά μόνο ελάχιστες σταγόνες στους μικρούς επιχειρηματίες της χώρας; Η απάντηση είναι σε όλους γνωστή: γιατί το τραπεζικό σύστημα της χώρας δεν είναι σε θέση να παίξει το ρόλο του στη χορήγηση δανείων. Γνωστοί σε όλους είναι και οι λόγοι που εξηγούν αυτή την αδυναμία. Οι τράπεζες είναι «φορτωμένες» μετά την κρίση της δεκαετίας του 2010 με ένα τεράστιο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ η κεφαλαιακή τους βάση είναι σαθρή, αφού στηρίζεται κατά 60% όχι σε πραγματικά κεφάλαια, αλλά σε αναβαλλόμενους φόρους, δηλαδή σε υποσχέσεις του Δημοσίου ότι στο μέλλον θα τους επιστρέψει φόρους.

Υπό τον φόβο ότι θα δημιουργηθούν νέα «κόκκινα» δάνεια και θα μπουν σε άλλη μια περιπέτεια ανακεφαλαιοποίησης με αβέβαιη κατάληξη, οι τράπεζες αποφεύγουν να χορηγούν νέα δάνεια και το κάνουν μόνο όταν εκτιμούν ότι είναι πολύ μικρός ο κίνδυνος να υποστούν πιστωτικές ζημιές. Έτσι, τα δάνεια κατευθύνονται κυρίως στο Δημόσιο, σε μεγάλες επιχειρήσεις και στις λίγες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που έχουν άψογα οικονομικά στοιχεία και καλό πιστωτικό ιστορικό. Αυτές, όμως, είναι πολύ λίγες. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο επικεφαλής μεγάλης τράπεζες, μόνο 20.000 επιχειρήσεις αυτής της χώρας μπορούν να πάρουν δάνειο με τυπικά τραπεζικά κριτήρια.

Το μεγάλο σφάλμα της κυβέρνησης

Δυστυχώς, η κυβέρνηση, ενώ όλα αυτά τα προβλήματα είναι γνωστά, έχει επιλέξει στη διάρκεια αυτής της κρίσης να κατευθύνει στις επιχειρήσεις τον κύριο όγκο των δανείων που χορηγούνται μέσα από ειδικά κρατικά προγράμματα μέσα από το τραπεζικό σύστημα. Το πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ ΙΙ, μέσω του οποίου χορηγούνται δάνεια με κάλυψη τόκων από το κράτος, αλλά και το πρόγραμμα της Αναπτυξιακής Τράπεζας για τα δάνεια με εγγύηση 80% από το κράτος, πέρασαν μέσα από το τραπεζικό σύστημα και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που θα μπορούσε να έχει προβλέψει καθένας: οι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις παρέμειναν σε καθεστώς αποκλεισμού από τις χρηματοδοτήσεις στην πλειονότητά τους, επειδή δεν πληρούσαν κάποια τυπική ή ουσιαστική προϋπόθεση που έθεσαν οι τράπεζες.

Έτσι, μέχρι στιγμής, οι μικρές επιχειρήσεις της χώρας στην πραγματικότητα βρήκαν πρόσβαση σε κάποια ρευστότητα μόνο μέσα από το πρόγραμμα της επιστρεπτέας προκαταβολής, την ευθύνη του οποίου είχε το υπουργείο Οικονομικών. Όμως, τα ποσά που διατέθηκαν από αυτή την πηγή ήταν ελάχιστα και ανεπαρκή για την κάλυψη των αναγκών επιχειρήσεων από κλάδους όπως η εστίαση και το λιανεμπόριο, οι οποίοι δοκιμάζονται από τεράστια έλλειψη κεφαλαίου κίνησης, ενώ έχουν πια λίγο «λίπος» να κάψουν και είναι ορατή η απειλή μαζικών «λουκέτων», που θα αφήσουν μόνιμες βλάβες στον παραγωγικό ιστό της οικονομίας.

Η κυβέρνηση οφείλει να αντιληφθεί αυτή την πραγματικότητα πριν να είναι πολύ αργά. Σε συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα πρέπει να σχεδιάσει νέα προγράμματα χρηματοδότησης χωρίς την παρεμβολή των τραπεζών, όπως αυτό της επιστρεπτέας προκαταβολής, ή το πρόγραμμα που μόλις τώρα αρχίζει να υλοποιείται για την παροχή μη επιστρεπτέων χρηματοδοτήσεων με κριτήριο τις δαπάνες της χρήσης 2019. Σε τέτοια προγράμματα θα πρέπει να κατευθυνθεί, με χρήση πόρων του προϋπολογισμού και του ΕΣΠΑ, ένα ποσό ρευστότητας ικανό να ανακουφίσει τις ανάγκες μικρών επιχειρήσεων που βρίσκονται σε αποκλεισμό από το τραπεζικό σύστημα.

Σε αυτό το πεδίο άσκησης πολιτικής δεν χωρούν νεοφιλελεύθεροι δογματισμοί. Όσες μικρές επιχειρήσεις υπάρχουν ακόμη έχουν περάσει δια πυρός και σιδήρου τα προηγούμενα χρόνια και, ακόμη και αν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, κατά τεκμήριο έχουν πιθανότητες να επιβιώσουν, εάν δεχθούν μια σημαντική ενίσχυση ρευστότητας. Η Πολιτεία δεν πρέπει να τις αφήσει να χαθούν, επειδή ξέσπασε μια κρίση που ουδείς μπορούσε να προβλέψει και έθεσε σε δοκιμασία ακόμη και τις πιο υγιείς επιχειρήσεις. Δεν είναι ώρα για πειραματισμούς με θεωρίες «δημιουργικής καταστροφής», ούτε κερδίζει κάτι η εθνική οικονομία αν θεωρήσουμε ότι όσες επιχειρήσεις δεν πληρούν τα τραπεζικά κριτήρια είναι «ζόμπι» και πρέπει να αφεθούν στην κατάρρευση για να μην σπαταληθεί δημόσιο χρήμα.

Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι όλες αυτές οι μικρές επιχειρήσεις, ακόμη και όσες έχουν πράγματι χαμηλή παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, δεν πρέπει να αφεθούν να χαθούν, γιατί η εθνική οικονομία θα αργήσει πολύ να αναπληρώσει τις θέσεις εργασίας που θα χαθούν και η ελληνική κοινωνία θα υποστεί νέο, βαρύ τραυματισμό, τη στιγμή που μόλις άρχιζε να ξεπερνά την προηγούμενη κρίση. Σε αυτή την περίπτωση, δημιουργική καταστροφή δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο καταστροφή. Για την αποφύγουμε πρέπει να βρεθεί το συντομότερο ο τρόπος για να φθάσει στις μικρές επιχειρήσεις ένα μέρος της τεράστιας ρευστότητας που κυκλοφορεί στη χώρα.

* Ο Μιχάλης Καρχιμάκης είναι πρώην υπουργός, βουλευτής. Μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΚΙΝΑΛ. Β’ Αθηνών, Δυτικός Τομέας.