Η αποφυγή ενός νέου lockdown είναι προτεραιότητα όχι μόνο για την κυβέρνηση, αλλά και για το σύνολο της κοινωνίας για πολλούς λόγους. Προφανώς, για οικονομικούς, αλλά και για ψυχολογικούς και κοινωνικούς. Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα, η απομόνωση και ο εγκλεισμός στα σπίτια δεν τους ταιριάζουν.
Οι κοινωνικοί φορείς και οι φορείς υγείας σε ολόκληρο τον κόσμο έχουν παρουσιάσει μελέτες που δείχνουν ότι οι ψυχικές διαταραχές αυξάνονται με το lockdown, το ίδιο και η εγκληματικότητα. Φυσικά, ο προφανέστερος λόγος για την αποφυγή ενός νέου lockdown είναι οι επιπτώσεις στην οικονομία που φέρνει μεγάλο μέρος του πληθυσμού σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση.
Η ελληνική οικονομία είναι σε φάση ανόρθωσης, προβλέπονται υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, ο τουρισμός αναμένεται ότι θα αυξηθεί πολύ το 2022 και οι προοπτικές για τα εισοδήματα όλων είναι θετικές για τον επόμενο χρόνο, ίσως και για περισσότερα χρόνια. Ενα lockdown θα ανέτρεπε αυτές τις προοπτικές και φυσικά θα περιόριζε και το τουριστικό ρεύμα.
Γι’ αυτό πρέπει να αποφευχθεί, όπως πρέπει απαραιτήτως να αποφευχθεί και η επέκταση της πανδημίας.
Για τους λόγους αυτούς κάθε προσπάθεια εκ μέρους του κράτους αλλά και -κυρίως- εκ μέρους των πολιτών να αποφύγουν την επιδείνωση της πανδημίας είναι καλοδεχούμενη, αρκεί να μη παραβιάζει τα όρια της ατομικής ελευθερίας και την κοινή λογική. Οι κυβερνήσεις σε κάθε χώρα αντιμετωπίζουν το πρόβλημα με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με τον ρυθμό επέκτασης της πανδημίας αλλά και τις ιδιαιτερότητες του κάθε λαού. Λαοί πιο πειθαρχημένοι υιοθετούν πιο εύκολα τα μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας, ενώ άλλοι λαοί αντιδρούν πιο έντονα.
Οι Ελληνες δεν θεωρούμαστε ιδιαίτερα πειθαρχημένοι -και είμαστε περήφανοι γι’ αυτό-, από την άλλη δεν είμαστε και ακραία απείθαρχοι. Ο καθένας κρίνει με τη δική του λογική και συμπεριφέρεται αναλόγως. Εχουμε λοιπόν ένα υψηλό ποσοστό ανεμβολίαστων (35%), εκ των οποίων μεγάλο μέρος είναι φανατικοί αντεμβολιαστές, βλέπουμε όμως να αυξάνονται καθημερινά οι συμπολίτες μας που αποφασίζουν να εμβολιαστούν για πρώτη φορά.
Ο ρυθμός πρώτου εμβολιασμού σήμερα είναι 25.000 την ημέρα και δεν μπορεί κανείς να πει ότι είναι αργός. Μάλλον είναι καλύτερος απ’ όσο εκτιμούσαν οι ειδικοί. Αυτό φανερώνει ότι επικρατεί η λογική ακόμη και σε όσους δεν έχουν εμβολιαστεί μέχρι σήμερα. Κάποιοι δηλαδή που ήταν η ώρα τους να εμβολιαστούν μέσα στο καλοκαίρι σκέφτηκαν ότι ο ζεστός καιρός θα μείωνε τον ρυθμό εξάπλωσης της πανδημίας και ανέβαλαν το ραντεβού εμβολιασμού για το φθινόπωρο περιμένοντας να δουν αν η πανδημία θα επανέλθει.
Τώρα που διαπιστώθηκε ότι η πανδημία επανέρχεται και εξαπλώνεται με ταχύ ρυθμό, πολλοί αποφάσισαν να εμβολιαστούν. Αυτή η στάση τους δεν είναι ούτε παράλογη, ούτε αντικοινωνική. Εντάσσονται στο πλαίσιο μιας λογικής συμπεριφοράς και η απόφαση της αναβολής του εμβολιασμού το καλοκαίρι και η απόφαση να εμβολιαστούν τώρα.
Φυσικά, εκτός αυτών, υπάρχουν και οι παράλογοι, αυτοί που πιστεύουν ότι ο ιός δεν υπάρχει, αυτοί που ενώ βρίσκονται ήδη στο νοσοκομείο με βαριά συμπτώματα και κινδυνεύουν αρνούνται ακόμη και την περίθαλψη και, δυστυχώς, πολλοί από αυτούς πεθαίνουν. Γι’ αυτούς η κοινωνία -και το κράτος- δεν μπορεί να κάνει κάτι παραπάνω από αυτό που ήδη κάνει, δηλαδή να προσπαθεί να πείσει τον πληθυσμό να εμβολιαστεί.
Η Ελλάδα δεν επιβάλλει υποχρεωτικό εμβολιασμό – και πολύ καλά κάνει, κατά τη γνώμη μου. Οι πολίτες έχουν δικαίωμα να πάρουν τις αποφάσεις τους και να υποστούν τις συνέπειες αυτών των αποφάσεων. Το να αντιμετωπίζει κανείς τους πολίτες σαν να είναι μωρά όχι μόνο δεν είναι λογικό, αλλά είναι και κακό για την ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας. Ηδη έχουμε πρόβλημα με αυτό το ζήτημα επειδή θεωρούμε ανθρώπους ηλικίας 25-30 χρόνων «παιδιά» και επειδή λόγω των ελληνικών παραδόσεων πολλοί ενήλικες στηρίζονται οικονομικά στις οικογένειές τους, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, σύμφωνα με τον νόμο, οι άνω των 18 είναι ενήλικες και όπως έχουν δικαίωμα να ψηφίζουν, έτσι έχουν και δικαίωμα να αποφασίζουν για τον εαυτό τους.
Συνεπώς, εφόσον το ελληνικό κράτος δεν έχει θεσπίσει υποχρεωτικό εμβολιασμό, είναι δικαίωμα του καθενός να κάνει ή να μην κάνει το εμβόλιο και δεν χρειάζεται να διχάζουμε την κοινωνία και να οξύνουμε τα πάθη μεταξύ εμβολιασμένων και μη εμβολιασμένων. Οσον αφορά την τρίτη δόση, και σε αυτή την περίπτωση ο καθένας έχει δικαίωμα να κρίνει και να αποφασίσει αν θα την κάνει ή όχι.
Τι μένει λοιπόν μετά απ’ όλα αυτά για να προστατευτεί η κοινωνία από την επέκταση της πανδημίας; Από τη μεριά του κράτους η συνέχιση της ενημέρωσης για τα οφέλη του εμβολιασμού, οι πολύ συστηματικοί έλεγχοι για το αν εφαρμόζονται τα μέτρα προστασίας στους δημόσιους χώρους (πιστοποιητικά εμβολιασμού κ.λπ.), η διατήρηση των self tests για τα σχολεία και τους χώρους εργασίας και από τη μεριά των πολιτών η αυτοπροστασία τους με εμβολιασμό, καθαριότητα, αποφυγή συνωστισμού και χρήση μάσκας όπου χρειάζεται.
Οσον αφορά την πολιτική διάσταση του θέματος, η μεν κυβέρνηση οφείλει να ελέγχει συστηματικότερα την εφαρμογή των μέτρων, η δε αντιπολίτευση καλά θα κάνει να προτείνει στην κυβέρνηση όποιο μέτρο θεωρεί σωστό αντί να προσπαθεί με κραυγές να απαξιώσει το σύνολο των μέτρων και της κυβερνητικής προσπάθειας. Από εκεί και πέρα οι Ελληνες είναι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις τους, την αυτοπροστασία τους και την προστασία του κοινωνικού συνόλου.
Οι ενήλικοι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους και το κράτος δεν πρέπει να τους αντιμετωπίζει σαν μωρά.