Hταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.
Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού.
Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».
Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.
«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».
Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».
Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».
Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».
«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».
Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.
Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.
Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.
Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.
Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.
Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.