Με απύθμενο θράσος, άλλωστε, αναρριχήθηκε στην εξουσία, αντιμετωπίζοντας με μακιαβελικό τρόπο όλους όσους θεώρησε αντιπάλους του, εντός και εκτός της παράταξης του. Και με την ίδια κυνική θρασύτητα εργαλειοποίησε και έθεσε στην προσωπική του υπηρεσία κάθε θεσμό της ελληνικής Δημοκρατίας: το Κοινοβούλιο, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, την Δημόσια Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Αστυνομία και κάθε τι άλλο.
Αλλά και τον τελευταίο χρόνο που βρίσκεται εκτός διακυβέρνησης, φροντίζει σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται να διαψεύδει οικτρά όλους όσοι ισχυρίζονται ότι «ωριμάζει» ή αυταπατώνται ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα πολιτικό του μέτρου και της συνεννόησης.
Το απέδειξε περίτρανα στη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή για την παραπομπή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο, την οποία δεν δίστασε να συνδέσει με τις προκλήσεις της Άγκυρας ανοικτά του Καστελόριζου.
Ξεπερνώντας και τον πιο θρασύ εαυτό του, ο τέως πρωθυπουργός καταφέρθηκε από το βήμα της Βουλής κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη υποστηρίζοντας ότι «ενώ γνωρίζει την κλιμάκωση της τουρκικής πλευράς, δύο μήνες τώρα, επέλεξε να δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα». Για να συμπληρώσει με ακόμη μεγαλύτερη αμετροέπεια ότι «την πιο κρίσιμη στιγμή με όλον τον τούρκικο στόλο στο νότιο Αιγαίο, επιλέγει να έρχεται εδώ να στήσει κάλπη για να δικάσει τον πολιτικό του αντίπαλο».
Τα είπε όλα αυτά, εντελώς ανενδοίαστα, ο πολιτικός ο οποίος με μαρτυρίες κουκουλοφόρων έστησε σόου με δέκα κάλπες στη Βουλή για να «κρεμάσει στα μανταλάκια» κορυφαία στελέχη των αντιπάλων κομμάτων. Ο ίδιος που τώρα υποστηρίζει ότι διαταράσσεται η εθνική ενότητα επειδή, κατά την αντίληψή του, η κυβέρνηση οδηγεί «με σχέδιο τη πολιτική ζωή του τόπου στο βούρκο».
Πως το κάνει αυτό; «Με τις κασέτες των παράνομων παρακολουθήσεων, με τις παράνομες παρακολουθήσεις υπουργών την περίοδο της διακυβέρνησής μας. Τις παρακολουθήσεις από πρακτόρικους μηχανισμούς των πολιτικών σας αντιπάλων. Και με τους φακέλους που χτίζατε τόσα χρόνια και τους κρατάγατε στα συρτάρια σας για να τους αναδείξετε σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν θα αισθάνεστε πολιτική αδυναμία. Για να πλήξετε τους πολιτικούς σας αντιπάλους με ύπουλα, υποχθόνια μέσα».
Ο κυβερνήτης, ο οποίος επί των ημερών του νομιμοποιήθηκαν οι παρακολουθήσεις για λίγο διάστημα, όσο χρειαζόταν για να στοχοποιηθούν οι αντίπαλοί του και στη συνέχεια ξαναέγιναν παράνομες, εξακοντίζει πυρά κατά εκείνων σε βάρος των οποίων δεν υπήρχε άθλια μεθόδευση που να μην επιστράτευσε. Και κάνει λόγο για «ύπουλα και υποχθόνια μέσα» εκείνος που η κυβέρνησή του είχε τη φαεινή ιδέα να… αξιοποιήσει τις ηχογραφήσεις των στελεχών του ΔΝΤ στην Ελλάδα για να τους… πιέσει.
Η συζήτηση για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου ήταν η –μάλλον τελευταία- ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα για να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί κάτι από τα λάθη του παρελθόντος και ότι είναι αλλάξει κάποια πράγματα. Διότι δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν όσα βγαίνουν στο φως για τα έργα και τις ημέρες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη Δικαιοσύνη, στην Αστυνομία στην Πυροσβεστική ή στα Μέσα Ενημέρωσης και η απάντηση των πολιτικά υπεύθυνων για όλες αυτές τις παθογένειες να είναι οι μηνύσεις κατά μέσων ενημέρωσης και οι επικλήσεις περί της… παρανομίας των ηχογραφήσεων.
Στην πραγματικότητα, δηλαδή, σφυρίζουν αδιάφορα αντί να συγκλονίζονται από τις αποκαλύψεις για τα πυκνά φαινόμενα κακοδιοίκησης και λειτουργίας κρατικών αξιωματούχων με μεθόδους υποκόσμου που συνέβησαν επί των ημερών της διακυβέρνησής τους. Θα είχαν, ενδεχομένως, δίκιο να υποστηρίξουν ότι παρέλαβαν έναν διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό. Δεν μπορούν, όμως, να το επικαλεστούν διότι, όπως αποδεικνύεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις χρησιμοποίησαν σε θέσεις ευθύνης τους χειρότερους των χειρότερων.
Οι περισσότερες επιλογές αξιωματούχων της περιόδου 2015-2019 έγιναν με κριτήρια υποταγής και όχι αξιοσύνης. Στόχος ήταν να ελεγχθούν οι «αρμοί της εξουσίας». Έτσι, όποιος έδινε γη και ύδωρ στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιβραβευόταν. Αντίθετα, όποιος δεν δήλωνε πίστη στην υποτιθέμενη «πρώτη φορά Αριστερά», χαρακτηριζόταν «εχθρός του λαού» και αντιμετώπιζε διαδικασίες εξοβελισμού. Όπως δε αποδεικνύεται τώρα, τόσο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας όσο και οι υπουργοί του, ήξεραν όλα αυτά που εμείς τώρα μαθαίνουμε. Και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τα αποτρέψουν.
Ήξεραν για την εμφύλια διαμάχη στη Δικαιοσύνη που πυροδότησαν οι επιλογές του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Γνώριζαν τη συνεργασία στελεχών της Αστυνομίας με τον υπόκοσμο από τις καταγραφές της ΕΥΠ που έμειναν στα εισαγγελικά συρτάρια. Είχαν πληροφορηθεί τα άθλια παιχνίδια στην Πυροσβεστική που έκαιγαν ολόκληρες περιοχές για λόγους εσωτερικού ανταγωνισμού. Και παρά ταύτα δήλωναν θρασύτατα μετά το Μάτι ότι έψαχναν να βρουν που έκαναν λάθος και δεν εύρισκαν.
Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για του ίδιους και για τη χώρα, εάν η Όλγα Γεροβασίλη έπαιρνε πίσω τη μήνυση στην «Καθημερινή» και ζητούσε συγνώμη που η κυβέρνησή της έχρισε αρχηγό της Πυροσβεστικής τον Ματθαιόπουλο. Ή αν ο κ. Τσίπρας ζητούσε από τους βουλευτές του να ψηφίσουν την παραπομπή του Παπαγγελόπουλου, όχι κατ΄ ανάγκην επειδή πείστηκε για την ενοχή του, αλλά επειδή, όπως ο κάθε πολίτης που κατηγορείται, πρέπει να πάει στη Δικαιοσύνη για να βρει το δίκιο του.
Δεν το έκαναν, όμως, ούτε η Γεροβασίλη ούτε ο Τσίπρας, επειδή, αν κρίνουμε από τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού, ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί το μεγάλο κακό που έγινε επί της διακυβέρνησή τους σε τόσους πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής.