Και αντιλαμβανόμαστε ότι είναι τουλάχιστον ανιστόρητοι οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί που διατυπώνονται αυτές τις μέρες με αφορμή την κινηματογραφική ταινία «Τζόκερ».
Ακόμη, όμως, και όσοι δεν έχουν προσωπικές εμπειρίες από τη σκοτεινή εκείνη περίοδο, πολύ δύσκολα μπορεί να πιστέψουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάποια σχέση με τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης με τον Παύλο Τοτόμη ή η Λίνα Μενδώνη με τον Δημήτριο Τσάκωνα, που στη διάρκεια της δικτατορίας κατείχαν τα ίδια αξιώματα δια της βίας και ερήμην της λαϊκής βούλησης.
Από την άλλη, ωστόσο, και όχι μόνον για λόγους ίσων αποστάσεων, δεν μπορεί κανείς να καταπιεί αμάσητη την χοντροκομμένη προπαγάνδα κάποιων στελεχών της κυβερνητικής παράταξης τα οποία κατέφυγαν στη ευκολία των συνωμοσιολογικών θεωριών περί πολιτικής ίντριγκας πίσω από την άστοχη εξέλιξη που είχαν οι αστυνομικοί έλεγχοι για την παρουσία ανηλίκων στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τόσο οι ανιστόρητοι παραλληλισμοί των αντιπολιτευόμενων όσο και οι θερμοκέφαλες φαντασιώσεις των κυβερνώντων συνιστούν στην πράξη τις δύο όψεις του ίδιου αποκρουστικού φαινόμενου. Του φαινομένου που δεν είναι άλλο από την απόπειρα ερμηνείας όσων συμβαίνουν γύρω μας μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της κομματικής πόλωσης, αν όχι και τύφλωσης.
Κακά τα ψέματα, οι κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις στη χώρα μας έχουν βεβαρημένο παρελθόν στην οξύτητα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Για όσους δεν εθελοτυφλούν ο επιμερισμός των ευθυνών είναι δύσκολος. Και σίγουρα δεν μπορεί να είναι μονομερής. Άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, η πλειονότητα των πολιτικών μας έχουν υποπέσει στον πειρασμό της ενοχοποίησης των αντιπάλων τους ακόμη και για πράγματα για τα οποία και οι ίδιοι δεν έχουν να επιδείξουν πολύ διαφορετικά δείγματα γραφής.
Πόση διαφορά έχει, για παράδειγμα, αν ο νόμος που ενεργοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο για την κατάταξη της καταλληλόλητας των ταινιών είναι «νόμος Γερουλάνου» και δεν είναι «νόμος Ραγκούση»; Και γιατί είναι επιλήψιμο στοιχείο η συγγένεια με στελέχη της αντιπολίτευσης των υπαλλήλων που ζήτησαν την ενεργοποίηση ενός νόμου για τον οποίο ουδείς ως τώρα είχε αμφισβητήσει την ισχύ του και οι ίδιες αμείβονταν για την εφαρμογή του;
Όπως και να έχει, πάντως, είναι απορίας άξιο η διάσταση που έλαβε η υπόθεση «Τζόκερ» στον εικονικό μικρόκοσμο των μέσων ενημέρωσης και κυρίως των μέσων κοινωνικής δικτύωσης τα οποία λειτουργούν όλο και περισσότερο ως περίκλειστα στρατόπεδα για την εξόντωση των αντιπάλων με… δολοφονικού τύπου φραστικά πυρά. Διότι αν εξαιρέσει κανείς την τεράστια δωρεάν διαφήμιση που έγινε στη χολιγουντιανή ταινία, η οποία είναι βέβαιο ότι θα κόψει πολύ περισσότερα εισιτήρια από τα πολλά που έτσι κι αλλιώς θα έκοβε, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς κάποια ουσιαστική συνέπεια, η οποία να προέκυψε από τη σκληρή κομματική διαμάχη που –μάλλον στα καλά καθούμενα- ξέσπασε.
Ορισμένοι ισχυρίστηκαν ότι η οξεία αντιπαράθεση για ένα τόσο ήσσονος σημασίας ζήτημα μπορεί και να αποτελεί ένα μέτρο για την «επιστροφή στην κανονικότητα». Επιστροφή την «παλαιά κανονικότητα» της εποχής της αμέριμνης ευημερίας όταν, ελλείψει μεγάλων διακυβευμάτων, οι πολιτικοί μας και από κοντά όσοι εξ ημών τους ακολουθούσαμε κονταροχτυπιόμασταν για δευτερεύοντα ζητήματα.
Ακόμη κι έτσι, όμως, αν είναι, πρόκειται μάλλον για άδικο χαμένο κόπο. Η έκβαση που είχαν οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις έδειξε ότι οι πολίτες στην «τσιμπούν» πλέον στην πόλωση. Τουλάχιστον όσο «τσιμπούσαν» στο παρελθόν. Όλα δείχνουν ότι το φανατικό ακροατήριο, που είχε παθιαστεί σε έντονο βαθμό την περίοδο της κρίσης, έχει πλέον περιοριστεί. Με αποκορύφωμα την εξαφάνιση πολλών από τις πολιτικές τερατογενήσεις που γονιμοποίησε ο λεγόμενος «αντιμνημονιακός αγώνας»
Τόσο στις ευρωεκλογές του Μαΐου όσο και στις εθνικές εκλογές του Ιουλίου, οι Έλληνες πήγαν αποφασισμένοι στις κάλπες και εκφράστηκαν χωρίς τους φόβους και τα πάθη του παρελθόντος. Και το ίδιο κλίμα δείχνει να παγιώνεται στην κοινωνία στους τριάμισι μόλις μήνες που πέρασαν από την λαϊκή ετυμηγορία.
Ψυχραιμία, λοιπόν, παιδιά. Μπορεί ο «Τζόκερ» να σπάσει ταμεία μετά την πρόσφατη κόντρα μεταξύ των στελεχών της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αλλά, σε αυτή τουλάχιστον τη φάση, η πόλωση που -μάλλον ατέχνως- επιχειρείται να προκληθεί, δεν πρόκειται να κόψει εισιτήρια.
Γι΄ αυτό και όσο γρηγορότερα κατέβει το κακό αυτό «έργο» που πάει να παιχθεί, τόσο καλύτερο θα είναι. Και για όλους εμάς, αλλά και για τους ίδιους τους εμπνευστές του…