Γιατί, άραγε, θα αποφασίσει κάτι τέτοιο μια κυβέρνηση που εξελέγη μόλις πριν από τέσσερις μήνες με την ευρύτερη πλειοψηφία που έλαβε κάποιο κόμμα την τελευταία δεκαετία κατά την οποία έγιναν πέντε διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις;
Πέραν του γεγονότος ότι, ακόμη και αν υπήρχαν τέτοιοι σχεδιασμοί, ή έστω σκέψεις, στον στενό κυβερνητικό πυρήνα, οι τελευταίοι που θα το μάθαιναν θα ήταν οι αντίπαλοί τους, δεν περνά απαρατήρητο και το σκεπτικό που συνοδεύει τις εκλογικές «προφητείες» και το οποίο είναι κάθε φορά διαφορετικό και συχνά αντιφατικό.
Άλλοτε υποστηρίζεται, ακόμη και σε δημόσιες τοποθετήσεις του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ότι εκπονείται στο παρασκήνιο… υποχθόνιο κυβερνητικό σχέδιο αιφνιδιασμού με διπλές κάλπες, «ώστε να ισοπεδωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ».
Την ίδια ώρα, ωστόσο, κάποιοι άλλοι από την ηγετική ομάδα του ίδιου κόμματος «βλέπουν» κάλπες που θα προέλθουν από συγκρούσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης για μείζονα ζητήματα που πότε είναι τα οικονομικά και πότε το Μεταναστευτικό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η εκλογική… παραφιλολογία αναπτύσσεται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση παίρνει πρωτοβουλίες προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Η επιλογή και η επιμονή της να τροποποιηθεί η συνταγματική διάταξη για την εκλογή Προέδρου, αποσυνδέοντάς τη διαδικασία αυτή από την προσφυγή στις κάλπες, κάθε άλλο παρά ως σχέδιο για πρόωρες κάλπες μπορεί να ερμηνευθεί από όσους σκέπτονται με όρους κοινή λογικής.
Αν πράγματι η κυβερνητική ηγεσία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά είχαν, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, σχεδιασμούς για προσφυγή στις εκλογές, τότε δεν είχαν κανένα λόγο να προχωρήσουν στην αλλαγή του Συντάγματος ώστε να εκλέγεται ο Ανώτατος Άρχοντας με χαμηλότερη πλειοψηφία από εκείνη που απαιτούνταν ως τώρα.
Θα μπορούσαν, κάλλιστα, να αφήσουν τη διάταξη ως είχε, να προτείνουν για Πρόεδρο πρόσωπο που δεν θα συγκέντρωνε σε αυτή τη Βουλή τις 180 ψήφους που χρειαζόταν για να εκλεγεί, να οδηγείτο η χώρα σε κάλπες με απλή αναλογική, που θα ίσχυαν για πρώτη και τελευταία φορά, καθώς στο μεταξύ θα άλλαζε ο εκλογικός νόμος από την τωρινή πλειοψηφία για να εφαρμοστεί στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Με δεδομένο, λοιπόν, το αδιέξοδο που θα προέκυπτε από τον κατακερματισμό των δυνάμεων, τον οποίο θα προκαλούσε η απλή αναλογική, αφού δεν θα σχηματιζόταν αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα επαναλαμβάνονταν οι εκλογές που, με βάση τους δημοσκοπικούς συσχετισμούς, θα ξαναέφερναν τη ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας.
Τα μάλλον πολύπλοκα αυτά σενάρια, ωστόσο, που επωάζονται σε μυαλά ανθρώπων που αντιλαμβάνονται την πολιτική μόνον ως παιχνίδι ίντριγκας και θεωρούν τους πολίτες – ψηφοφόρους ως μέλη αγέλης, «κάηκαν» μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι προφανές ότι έπειτα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία στόχευε στην εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας με την αφαίρεση της πλέον διαδεδομένης απειλής για προσφυγή σε πρόωρες κάλπες, οποιαδήποτε υπόνοια για εκλογικό αιφνιδιασμό μόνον σε νοσηρή πολιτική φαντασία μπορεί να αποδοθεί.
Υπό τις παρούσες, λοιπόν, συνθήκες, ακόμη και αν η κυβερνητική παράταξη κέρδιζε τις πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα προκαλούσε η ίδια, το πλήγμα που θα υφίστατο η αξιοπιστία της ηγεσίας της, αναμφισβήτητα θα καθιστούσε «πύρρειο» την ενδεχόμενη νίκη της.
Και αυτό καθώς μια τέτοια αδικαιολόγητη, ου μην αλλά και αμοραλιστική, επιλογή θα εμπεριείχε το σπέρμα της επακόλουθης ήττας που δεν θα αργούσε να καρποφορήσει.
Αν, όμως, έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί επιμένουν στην αξιωματική αντιπολίτευση να εκλογολογούν; Η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Διότι στη χώρα μας συνήθως έτσι κάνουν οι αντιπολιτεύσεις.
Όποτε δεν τους παίρνει να ζητήσουν ευθέως εκλογές, διατείνονται ότι έχουν τέτοιους σχεδιασμούς οι αντίπαλοί τους. Και στη μια και στη άλλη ο στόχος είναι ίδιος: ευελπιστούν ότι με τέτοιες μεθόδους μπορεί να κρατήσουν σε εγρήγορση το στελεχιακό τους δυναμικό.
Η συνταγή είναι κλασσική, πλην, όμως, τις περισσότερες φορές «το γλυκό δεν δένει» επειδή τα «υλικά» δεν είναι κατάλληλα. Όπως, για παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση…