Είναι αλήθεια ότι από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους ο δημόσιος τομέας λειτουργούσε και λειτουργεί κατά τρόπο προβληματικό και ανορθολογικό. Γι΄ αυτό και το Δημόσιο και οι υπάλληλοί του υπήρξαν ανέκαθεν προσφιλής στόχος για όσους ήθελαν να ασκήσουν δικαιολογημένη κριτική για τα κακώς κείμενα στη χώρα ή να βρουν άλλοθι και δικαιολογίες για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας.
Μερικά, ωστόσο, ερωτήματα που ευλόγως απασχολούν όλους όσοι δεν προσεγγίζουν το ζήτημα με εύκολες ιδεοληπτικές προκαταλήψεις είναι τα εξής:
*Πόσο διαφορετικά από το Δημόσιο λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας;
*Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα διαπιστώσουμε κάποιο χάσμα που χωρίζει την αποτελεσματικότητα των δημόσιων από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους;
*Σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία ή ΗΠΑ) διαφέρει ριζικά η παραγωγικότητα ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες;
Τις απαντήσεις τις ξέρουμε λίγο ως πολύ όλοι όσοι συναλλάσσονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και κυρίως με τις μεγαλύτερες εξ αυτών που υποτίθεται ότι απευθύνονται σε μεγαλύτερο αριθμό πελατών και άρα η προσέλκυση των τελευταίων αποτελεί σημαντικό όρο για την οικονομική τους βιωσιμότητα. Αντιμέτωπος με ανεκπαίδευτο και κακοπληρωμένο προσωπικό που προσλαμβάνουν πολλές επιχειρήσεις, ο Έλληνας πολίτης – καταναλωτής προϊόντων ή συνδρομητής υπηρεσιών, χρειάζεται να τραβήξει των παθών του τον τάραχο στην προσπάθεια του να βρει κάποια άκρη.
Μεγάλο μέρος της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι ο υγιής ανταγωνισμός δεν ισχύει στη χώρα μας για να κερδοσκοπήσουν με εύκολους τρόπους. Βλέπετε οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες να ελέγξουν την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τα συναλλακτικά ήθη, αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τις εναρμονισμένες πρακτικές που κατά κόρον ακολουθούνται. Όπως και από τα εμπόδια που ορθώνονται σε τυχόν νέους παίκτες που προσπαθούν να μπουν στην ούτως ή αλλιώς μικρή σε μέγεθος ελληνική αγορά.
Αλλά για να μιλήσουμε με παραδείγματα, θα πρέπει να πούμε ότι όποιος πέσει θύμα ηλεκτρονικής απάτης και δει στην πιστωτική του κάρτα του χρέωση για αγορά που δεν έκανε ο ίδιος, θα… νοσταλγήσει τις ουρές στην εφορία, που, κακά τα ψέματα, έχουν μειωθεί λόγω του Taxisnet, από τις άπειρες ώρες που θα χάσει για να αποδείξει ότι δεν είναι… ελέφαντας και να πετύχει να του επιστραφούν τα χρήματα.
Τα πράγματα μπορεί να αποδειχθούν ακόμη χειρότερα για όποιον παραγγείλει ηλεκτρονικά κάποιο προϊόν, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ελαττωματικό. Για να την επιστροφή των χρημάτων που έχει υποχρεωτικά προκαταβάλει, μπορεί να χάσει περισσότερες ώρες από όσες έχασαν οι Αθηναίοι οδηγοί με την προαναφερθείσα στάση εργασίας.
Το στερεότυπο «όλες οι γραμμές μας είναι κατειλημμένες» θα το ακούσεις έως και εκατοντάδες φορές έως ότου ένας αγχωμένος υπάλληλος απαντήσει στην κλήση διαμαρτυρίας του για να σου επιβεβαιώσει ότι ο πελάτης είναι ο «αδύναμος κρίκος» στη σχέση με το ελληνικό επιχειρείν.
Αν διανοηθείς να τους προειδοποιήσεις ότι μπορεί να προσφύγεις στον Συνήγορο του Πολίτη ή του Καταναλωτή όχι μόνον δεν ιδρώνει το αυτί τους, αλλά, αν δεν σε βρίσουν, σίγουρα θα σε ειρωνευθούν. Το ίδιο θα υποστείς αν ζητήσεις, όπως έχεις δικαίωμα, να μην σου τηλεφωνούν στο σταθερό ή στο κινητό τηλέφωνο σου επιμένοντας φορτικά και με αγένεια να σου πωλήσουν κάποιο προϊόν που δεν θέλεις ή να σε κάνουν συνδρομητή μιας υπηρεσίας που δε σε ενδιαφέρει.
Τηλεφωνικά κέντρα που έχουν συγκροτήσει –συχνά με πρόσωπα έξω από το συμβατικό στελεχιακό τους δυναμικό (outsourcing)- εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, πώλησης ρεύματος ή φυσικού αερίου, συνδρομητικής τηλεόρασης, καθώς και τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρίες, συναγωνίζονται στο ποιος θα γίνει πιο πιεστικός προς τους υποψήφιους πελάτες, οι οποίοι θα πρέπει να… λογοδοτήσουν όταν διανοούνται να απαντήσουν ότι δεν θέλουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία.
«Μα, είστε τόσο πλούσιος που δεν θέλετε να πληρώνετε πιο φθηνά το ρεύμα σας;», είναι ένα από τα συνήθη σχόλια με τα οποία έχουν προφανώς διδαχθεί να αντιδρούν όταν ευγενικά τους πληροφορείς ότι δεν σε ενδιαφέρει η προσφορά τους και δεν έχεις χρόνο για να το συζητήσεις. Αν τους πεις ότι αυτό που κάνουν, εκτός από ενοχλητικό, είναι παράνομο, όχι μόνον δεν ζητούν συγνώμη αλλά μάλλον καγχάζουν με την… αφέλεια σου να μιλάς για νομιμότητα σε μια χώρα με τόσο εκτεταμένη ανομία.
Και όμως, από το 2006 και κατ΄ εφαρμογήν σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας, ισχύει το άρθρο 11 του Νόμου 3471/2006, «δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών, με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς».
Με την ίδια διάταξη, μάλιστα, κάθε πάροχος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, «οφείλει να τηρεί έναν ειδικό κατάλογο (“Μητρώο”) με στοιχεία των συνδρομητών του, οι οποίοι έχουν ζητήσει να μην δέχονται τηλεφωνικές κλήσεις για απ’ ευθείας εμπορική προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς».
Η ειρωνεία, βεβαίως, είναι ότι οι εταιρίες τηλεφωνίας που είναι υποχρεωμένες να τηρούν το προαναφερθέν «Μητρώο», στο οποίο έχεις ζητήσει να περιληφθείς και να μη δέχεσαι οχλήσεις, είναι οι πρώτες που παραβιάζουν τον νόμο, ποντάροντας, προφανώς, ότι ο πολίτης τον οποίο ενοχλούν δεν θα μπορέσει να βρει το δίκιο του.
Τι διαφορετικό, άραγε, κάνουν οι ελάχιστοι απεργοί οι οποίοι ακινητοποιούν για ψύλλου πήδημα επί τέσσερις ώρες όλους τους συρμούς του Μετρό; Και εκείνοι στο ίδιο ποντάρουν: Ότι ο νόμος που προβλέπει συνέπειες για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος στην απεργία δεν εφαρμόζεται.