Τα παλαιότερα χρόνια έπειτα από κάθε απεργία δημιουργούνταν μια διελκυστίνδα ανάμεσα στους υποστηρικτές και στους αντιπάλους της που αφορούσε τη συμμετοχή στην εκάστοτε κινητοποίηση: οι μεν προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ήταν πάνδημη οι δε πάσχιζαν να εμφανίσουν ότι ήταν περιορισμένος ο αριθμός των απεργών.
Τις περισσότερες φορές τα στοιχεία, τα οποία η κάθε πλευρά παρουσίαζε απέκλιναν μεταξύ τους σε σημαντικό βαθμό. Διότι και οι δύο, στοχεύοντας στις εντυπώσεις, υπερέβαλαν. Και είτε «φούσκωναν» είτε «ξεφούσκωναν» τα ποσοστά. Η αλήθεια ήταν συνήθως κάπου στη μέση. Όταν οι υποστηρικτές της απεργίας μιλούσαν για συμμετοχή της τάξης του 75% και οι αντίπαλοί τους αντέτειναν ότι δεν ξεπέρασαν το 35% ή το 40%, όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι είχε απεργήσει γύρω στο 50 με 55% του συγκεκριμένου κλάδου.
Τα τελευταία πολλά χρόνια έχουν πάψει οι καβγάδες αυτού του είδους. Με εξαίρεση, άλλωστε, κάποιες ελάχιστες εμβληματικού τύπου κινητοποιήσεις, όπως για παράδειγμα εκείνη του Μαίου του 2010 όταν ψηφιζόταν το πρώτο Μνημόνιο, σε όλες τις υποτιθέμενες «γενικές» απεργίες οι άνθρωποι που συμμετέχουν είναι τόσο λίγοι που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να προσπαθήσει να πείσει για το αντίθετο.
Αποτελεί κοινό μυστικό πως οι απεργίες έχουν επιτυχία μόνον εκεί που επιβάλλεται η συμμετοχή όλων και δεν υπάρχει η δυνατότητα της προσωπικής επιλογής. Στα μέσα μαζικής μεταφοράς, για παράδειγμα, όποιος διαφωνεί με την κινητοποίηση δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί και ο μόνος τρόπος για να μη χάσει το μεροκάματο είναι να περιληφθεί στους… τυχερούς που έχουν ρεπό ή βρίσκονται σε άδεια.
Σε ορισμένους κλάδους, όπως είναι τα μέσα μεταφοράς (αλλά και τα μέσα ενημέρωσης!) όλοι οι εργαζόμενοι σε αυτούς λογίζονται, εκόντες – άκοντες, ως απεργοί. Και ας μην τους έχει ρωτήσει κανείς αν συμφωνούν ή διαφωνούν με το υπαρκτό –ή και ανύπαρκτο- διεκδικητικό πλαίσιο που υποτίθεται ότι έχει η απεργία στην οποία συμμετέχουν. Η βούλησή τους δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Η συμμετοχή τους στην κινητοποίηση είναι υποχρεωτική, ακόμη και όταν οι ίδιοι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο αντιστρατεύεται τα συμφέροντά τους.
Η θέληση της –πλειοψηφούσας, ου μην αλλά και μειοψηφούσας, σε αρκετές περιπτώσεις- συνδικαλιστικής νομενκλατούρας, είναι υπεράνω όλων. Μόνον όμως που αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει εκεί που υπάρχει «διακόπτης». Ένας «διακόπτης», ο οποίος κατεβαίνει αυτομάτως και κανείς δεν μπορεί να εργαστεί. Επί παραδείγματι, ένας μεμονωμένος εργαζόμενος στο Μετρό ή και περισσότεροι, δεν μπορούν να πάρουν έναν συρμό και να μεταφέρουν επιβάτες, ακόμη και αν διαφωνούν με την απεργία.
Στους περισσότερους, ωστόσο, κλάδους, στους οποίους δεν υπάρχουν «διακόπτες» και άρα άνωθεν επιβολή στην κινητοποίηση, ο αριθμός των συμμετεχόντων στις απεργίες ποικίλλει ανάλογα με το αν η πλειονότητα του κλάδου έχει πειστεί, όχι μόνον για το δίκαιο χαρακτήρα που έχουν τα προβαλλόμενα κάθε φορά αιτήματα, αλλά και για την αποτελεσματικότητα που θα έχει αυτή καθεαυτή η συμμετοχή τους.
Όποιος κυκλοφόρησε χθες, μέρα (υποτιθέμενης) γενικής απεργίας, στο κέντρο της Αθήνας μπορούσε να πάρει μια πολύ καλή γεύση για το βαθμό συμμετοχής. Η υποχρεωτική συμμετοχή των εργαζομένων στα μέσα μεταφοράς είχε ως αποτέλεσμα να κατακλυστεί το κέντρο της πρωτεύουσας από ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα.
Σχεδόν καθ΄ όλη τη διάρκεια της ημέρας η κίνηση στους δρόμους αλλά και η αδυναμία εξεύρεσης χώρου στάθμευσης ήταν τόσο έντονη που ο καθένας μπορούσε βασίμως να διαπιστώσει ότι ενδεχομένως ούτε οι… ίδιοι οι συνδικαλιστές οι οποίοι προκήρυξαν τη συγκεκριμένη… «γενική απεργία» δεν συμμετείχαν σε αυτή την κινητοποίηση.
Κακά τα ψέματα, όταν ακόμη δεν έχουν συμπληρωθεί τρεις μήνες από τη νωπή λαϊκή εντολή που έχει η σημερινή κυβέρνηση, οποιαδήποτε «γενική απεργία» είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Πολύ περισσότερο που στην προκειμένη περίπτωση η κοινή γνώμη είναι σαφές ότι δίνει πίστωση χρόνου στη σημερινή κυβέρνηση και προσδοκά, όπως όλες οι μετρήσεις δείχνουν, στα αποτελέσματα που μπορεί να φέρει η εφαρμογή της δικής της πολιτικής.
Γι΄ αυτό και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν μπορεί παρά να τα λαμβάνουν υπόψιν τους αυτή την κατάσταση. Αν, όντως, θέλουν να διερμηνεύουν τη θέληση της κοινωνίας και των ανθρώπων που εκπροσωπούν. Και όχι απλώς να δικαιολογούν την ύπαρξή τους, προκηρύσσοντας απεργίες επειδή αυτό θωρείται μέρος της «δουλειάς» τους, αδιαφορώντας για την αποτελεσματικότητά τους.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αντιληφθούν ότι «τυφλές» απεργίες, όπως, εν πολλοίς, ήταν η χθεσινή, δεν φθείρουν τις κυβερνήσεις εναντίον των οποίων στρέφονται. Στην πραγματικότητα φθείρουν τους ίδιους τους εαυτούς τους. Και, εν τέλει, αδυνατίζουν την ισχύ του έσχατου όπλου το οποίο διαθέτουν οι εργαζόμενοι και είναι οι απεργιακές κινητοποιήσεις.
Ας κάνουν σήμερα έναν ψύχραιμο απολογισμό και ας αποφασίσουν τα επόμενα βήματά τους. Ίσως πειστούν και οι ίδιοι ότι «γενικές απεργίες», στις οποίες σε λίγο καιρό δεν θα απεργεί κανείς, δεν έχουν κανένα απολύτως νόημα…