Ο χειρισμός τον οποίο ακολούθησε η κυβέρνηση στο Εκκλησιαστικό ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς δεν απέχει από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται όλα τα θέματα: μικρά και μεγάλα.
Στην πραγματικότητα είδαμε να εκτυλίσσεται ένας χειρισμός σχεδόν πανομοιότυπος με πολλούς προηγούμενους: από την αλλαγή πλεύσης το ίδιο βράδυ που οι Έλληνες κλήθηκαν να ψηφίσουν «Όχι» στο πιο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα όλων των εποχών έως τη «περήφανη» 17ωρη διαπραγμάτευση που οδήγησε στο τρίτο και πλέον επώδυνο Μνημόνιο και από τη… σωτηρία των συντάξεων που επέφερε ο νόμος Κατρούγκαλου έως τη χορήγηση αναδρομικών και την προοπτική μείωσης των εισφορών που προβάλλονται τώρα ως φιλολαϊκές παροχές προς τους βαρύτατα φορολογούμενους Έλληνες πολίτες.
Στο Εκκλησιαστικό συμποσούνται όλα τα χαρακτηριστικά της φαυλότητας που συνθέτουν τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: ιδεοληπτικού τύπου βερμπαλισμοί και μεγαλοστομίες αναντίστοιχες με το μέτρο των πραγμάτων, μικροκομματικοί υπολογισμοί με σταθερή επιδίωξη να προσποριστούν επικοινωνιακά οφέλη και να εκτεθεί η αντιπολίτευση, διαστροφή της πραγματικότητας και επινίκιες ιαχές ακόμη όταν το «Βατερλό» χάσκει μπροστά στα μάτια όλων.
Μην ξεχνάμε ότι στην προκειμένη περίπτωση όλα ξεκίνησαν με τον δήθεν μεγαλεπήβολο στόχο να υλοποιηθεί η παραδοσιακή θέση της Αριστεράς για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, θέση η οποία συχνά – πυκνά βρίσκει υποστήριξη και από μετριοπαθείς δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς. Η αφορμή ήταν, υποτίθεται, η αρξάμενη συνταγματική Αναθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας αναμενόταν η ανακίνηση των ζητημάτων που σχετίζονται με τη διευθέτηση των σχέσεων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εν γένει τους θρησκευτικούς λειτουργούς.
Ακολουθώντας, όμως, την πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία κάθε φορά που προετοιμάζει μια κωλοτούμπα καταφεύγει σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα για να την καλύψει, όπως έκανε με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος για να αποπροσανατολίσει από την διάθεσή του να συμβιβαστεί, ο Αλέξης Τσίπρας κάλεσε στο πρωθυπουργικό γραφείο τον Αρχιεπίσκοπο για να ανακοινώσει μια «Ιστορική συμφωνία» που, όπως αποδείχθηκε, ούτε «ιστορική» ήταν, ούτε «συμφωνία».
Από την πρώτη στιγμή διαφάνηκε ότι εκείνο που ουσιαστικά ήθελε ο κ. Τσίπρας ήταν να δικαιολογήσει την απόφασή του να μην προχωρήσει ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος επειδή αυτό θα ήταν εκλογικά επώδυνο για τον ΣΥΡΙΖΑ που ψαρεύει πλέον σε κάθε είδους νερά. Για να το πετύχει, ωστόσο, χρειαζόταν έναν αντιπερισπασμό που θα έστρεφε αλλού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και θα καταλάμβανε εξ απήνης την αντιπολίτευση.
Έτσι, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε μια μικροδιευθέτηση σχετικά με τον τρόπο πληρωμής των κληρικών οι οποίοι δεν θα εισέπρατταν πλέον τον μισθό τους απευθείας από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αλλά εφεξής το Δημόσιο θα έδινε ισόποση με τους μισθούς τους επιδότηση (άγνωστο σε ποιον…), επειδή δεν θα νοούνται πλέον δημόσιοι υπάλληλοι.
Παραδόξως η αντιπολίτευση -ή τουλάχιστον ένα μέρος της- παραπλανήθηκε. Ίσως γιατί δεν τους έχουν γίνει μαθήματα τα άπειρα παθήματα που τους επιφυλάσσει όλα αυτά τα χρόνια ο κ. Τσίπρας. Όπως όταν τους λοιδωρούσε ενώ έδιναν ψήφο στο δικό του Μνημόνιο. Ή όταν θέτει στο σκανδαλοθηρικό στόχαστρό του όποιο στέλεχος της αντιπολίτευσης μπαίνει εμπόδιο στα σχέδια του ίδιου και της παρέας του να πάρουν εκτός από την κυβέρνηση και όλες τις εξουσίες.
Δυστυχώς, όμως, για την κυβέρνηση, δεν παραπλανήθηκαν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή η πλειονότητα των κατώτερων και ανώτερων κληρικών που αντέδρασαν εντόνως στους προεκλογικού χαρακτήρα κυβερνητικούς σχεδιασμούς τους οποίους –ηθελημένα ή αθέλητα- διευκόλυνε ο Αρχιεπίσκοπος αποδεχόμενος έστω και ως πρόθεση συμφωνίας τα 15 σημεία του κοινού ανακοινωθέντος της 6ης Νοεμβρίου που κατέτειναν ουσιαστικά σε ένα και μόνο σημείο: στην «απελευθέρωση», σύμφωνα με την έκφραση του κυβερνητικού εκπροσώπου, θέσεων για νέους διορισμούς στο δημόσιο.
Ο κ. Ιερώνυμος, αν πιστέψουμε τις διαρροές από το αλληλοσπαρασσόμενο περιβάλλον του, δικαιολογήθηκε στους άλλους Ιεράρχες λέγοντας ότι αντιμετώπισε τον Αλέξη Τσίπρα σαν τον άπιστο και απηνή διώκτη των Χριστιανών Σαούλ ο οποίος ανένηψε όταν, στην πορεία από τα Ιεροσόλυμα προς τη Δαμασκό, τού εμφανίστηκε ο Ιησούς και, αφού ασπάστηκε τη νέα πίστη, έγινε, ως Απόστολος Παύλος, πλέον, διαπρύσιος κήρυκας της.
Παρά, εξάλλου, την ευχέρεια των ελιγμών που αναμφισβήτητα διαθέτει ο κ. Τσίπρας, ο ρόλος του «θαυματοποιού» που υποδύθηκε δεν του βγήκε. Όπως δεν του βγαίνουν οι περισσότερες πρωτοβουλίες τώρα που βρίσκεται σε πορεία εξόδου. Τον πρόδωσε και η υπερβολική σπουδή με την οποία έσπευσε να εκμεταλλευθεί την κατ΄ αρχήν αρχιεπισκοπική ευλογία, όπως και την ήπια στάση που τήρησε αρχικά η αξιωματική αντιπολίτευση.
Το… ψευτοθαύμα της υποσχόμενης πρόσληψης 10.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων στη θέση των ιερέων οι οποίοι θα εξακολουθούσαν να πληρώνονται μεν από το δημόσιο ταμείο, αλλά με μια μη αποσαφηνισμένη μέθοδο, αποκαλύφθηκε. Και μαζί αποκαλύφθηκε ότι ο κ. Τσίπρας δεν έγινε -και ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ του- ο… νέος Απόστολος Παύλος.
Στο τέλος – τέλος όταν ξεκινάς με υψιπετείς διακηρύξεις ότι δήθεν θέλεις να χωρίσεις την Εκκλησία από το Κράτος και, αντ΄ αυτού, καταλήγεις σε μεγαλύτερη σύσφιξη, με την διαιώνιση, αφενός, της πληρωμής των μισθών των ιερωμένων από τον δημόσιο κορβανά και, αφετέρου, με ενεργοποίηση της κοινής εταιρίας για αξιοποίηση της αμφισβητούμενης περιουσίας, δεν μεταμορφώνεσαι σε… Παύλο.
Το μόνο που αποδεικνύεις, έτσι, είναι πόσο φαύλος πολιτικός είσαι, αφού το ενδιαφέρον σου και οι πολιτικές που ασκείς περιορίζονται στον στενό ρουσφετολογικό ορίζοντα της επερχόμενης κάλπης.