Έμπλεος από… ιερά οργή, ο υπουργός των Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος κατά τη συζήτηση επί του προϋπολογισμού ξιφουλκούσε από το βήμα της Βουλής εναντίον της αντιπολίτευσης: «Και μας λέτε ότι σας αφήσαμε καμένη γη;», αναρωτιόνταν με το γνωστό ύφος και τις ακόμη γνωστότερες κινήσεις του σώματος του που παραπέμπουν σε πρόσωπα που στην προσφιλή του Βρετανία αποκαλούν stand up comedians.

Με απόλυτη προσήλωση –ή μήπως επίδειξη;- της βρετανικής του παιδείας, που τον οδήγησε, όπως μας πληροφόρησε στην ίδια συζήτηση, να ζήσει στη γηραιά Αλβιώνα επί 28 συναπτά έτη, συμπλήρωσε (όπως ακριβώς κατέγραψαν τα πρακτικά της Βουλής) τα εξής: «Τέτοια αχαριστία έχουμε να δούμε από τότε που ο King Lear έδιωξε την κόρη του Cordelia, που τον αγαπούσε, και έδιωξε την Goneril και τη Regan που ήταν μπαγαπόντηδες…».

Για τους τυχόν αδαείς αναφερόταν στο περιώνυμο έργο του Σαίξπηρ που γράφηκε το 1609 και περιέγραφε την ιστορία του Ληρ, του βασιλιά της Βρετανίας, ο οποίος πριν μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις κόρες του, τη Γονερίλη, τη Ρεγάνη και την Κορντέλια, ζήτησε από καθεμιά τους να του δηλώσει το μέγεθος της αγάπης της. Κολακευμένος από τις υπερβολικές απαντήσεις των δύο μεγαλύτερων θυγατέρων του, αποκλήρωσε την ειλικρινή Κορντέλια και εξόρισε τον δούκα του Κεντ που τον συμβούλευσε να πράξει το αντίθετο.

«Αυτή είναι πραγματική αχαριστία!», αναφώνησε ο ρέκτης υπουργός, ο οποίος, παρασυρμένος πιθανότατα από την προσπάθεια του να δείξει ότι είναι ανυπέρβλητος χιουμορίστας –ποιος ξεχνάει τις ιδιότυπες και επαναλαμβανόμενες παραβολές του με τις… φυματικές σαρανταποδαρούσες που πάσχουν και από μηνίσκο ή τις απονομές πορτοκαλόπιτας με τις οποίες επεχείρησε να αποστομώσει τους αντιπάλους του;- δεν αντελήφθη (ο άμοιρος…) ότι στην ουσία προεξοφλούσε την ήττα που αναμένει το κόμμα του.

Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να χαρακτηρίζεται κανείς από αίσθηση βρετανικού φλέγματος, όπως αυτή που νομίζει ότι διαθέτει ο κ. Τσακαλώτος, για να αντιληφθεί ότι όταν αποκαλείς κάποιον αχάριστο το κάνεις για να καταδείξεις ότι δεν αντιλαμβάνεται τη χάρη που του έχεις κάνει. Και, κακά τα ψέματα, ο υπουργός των Οικονομικών έχει κάνει πολύ μεγάλες χάρες στην αντιπολίτευση.

Όταν για παράδειγμα επικαλείται «ταξική μεροληψία» υπέρ τάχατες των αδυνάμων ενώ έχει περικόψει στο ελάχιστο το επίδομα θέρμανσης και έχει καταργήσει το ΕΚΑΣ, δύσκολα μπορεί να πείσει ότι διαθέτει μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία από τους προηγούμενους που τα είχαν καθιερώσει ή τα διατήρησαν παρά τις πιέσεις των δανειστών. Και ακόμη δυσκολότερο είναι να υποστηρίξει πειστικά ότι κινδυνεύουν οι… υπήκοοι του που έχουν υποστεί τόσο υπερβολική φοροαφαίμαξη από την «παλινόρθωση» όσων τους υπόσχονται φοροελαφρύνσεις.

Γι΄ αυτό και ήταν μάλλον θλιβερό το θέαμα τόσο του κ. Τσακαλώτου, όσο και του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που αφιέρωσαν το μεγαλύτερο μέρος των ομιλιών τους με τις οποίες έκλεισαν την πενθήμερη συζήτηση επί του προϋπολογισμού για να ασκήσουν κριτική στην… αχάριστη αντιπολίτευση. Κάποιοι μάλιστα που αρέσκονται στα στατιστικά στοιχεία επεσήμαναν ένα εκπληκτικό ρεκόρ που κατέγραψε ο κ. Τσίπρας, ο οποίος από τα 62 λεπτά της ώρας που μίλησε συνολικά, στα 50 λεπτά αναφερόταν στο σχέδιο της ΝΔ, καταβάλλοντας φιλότιμη προσπάθεια να το αποδομήσει.

Το πάθος, εξάλλου, με το οποίο μίλησαν τόσο ο πρωθυπουργός όσο και ο υπουργός Οικονομικών μαρτυρούσε πως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αντιλαμβανόταν ότι με τον τρόπο αυτό έδειχναν αφενός ότι δεν διαθέτουν κανένα δικό τους σχέδιο, τέτοιο τουλάχιστον που να υπερβαίνει την πεπατημένη των προσλήψεων στο δημόσιο, και αφετέρου προεξοφλούσαν την επερχόμενη εκλογική νίκη των αντιπάλων τους. Διότι, όσο κακά και να είναι τα ελληνικά σου, δεν είναι δύσκολο να μην καταλάβεις το πρωθύστερο σχήμα που δημιουργείται όταν αναρωτιέσαι γιατί σε κατηγορούν ότι τους παρέδωσες –σε χρονικό αόριστο!- καμένη γη…

Αυτή είναι η πραγματικότητα, την οποία δεν μπορούν να κρύψουν οι ενέσεις ηθικού με τις οποίες το Μαξίμου και η Κουμουνδούρου προσπαθούν να ανορθώσουν το πεσμένο ηθικό του ΣΥΡΙΖΑϊκού στρατεύματος επιδιδόμενοι σε μια απέλπιδα προσπάθεια να βελτιώσουν κάπως τα δυσμενή δημοσκοπικά ευρήματα ώστε να βρουν την κατάλληλη στιγμή για να πάνε στις βουλευτικές κάλπες με τις μικρότερες δυνατές απώλειες.
Άλλωστε, όποιος, εκτός από τον Σαίξπηρ και τον «Βασιλιά Ληρ», έχει εντρυφήσει έστω και λίγο στην ελληνική γραμματεία θα έχει υπόψη του τον μελοποιημένο από τον Μάνο Χατζηδάκη εκπληκτικό στίχο του Ιάκωβου Καμπανέλη που λέει:

«Από το τρωικό κάστρο η Ανδρομάχη

στον Έκτορα που κίναε για τη μάχη

φώναξε με φωνή φαρμακωμένη:

“Στρατιώτη μου, τη μάχη θα κερδίσει,

όποιος πολύ το λαχταρά να ζήσει.

Όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει,

στρατιώτη μου για πόλεμο δεν κάνει”…».

Είναι, εν κατακλείδι, κανόνας διαχρονικός και απαράβατος ότι η νίκη ανήκει σε εκείνον που πιστεύει σε αυτήν και αγωνίζεται για την κατακτήσει. Με πάθος και ελπίδα. Και όχι με αυταπάτες και φαντασιώσεις που διαψεύδει η ίδια ζωή.