«Το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν τόσο με την ηλικία, αλλά έχουν να κάνουν με τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της διαδρομής του καθενός μας», υποστήριξε σε μια πρόσφατη ομιλία του στη Βουλή ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας.

Η σπάνια αυτή έκλαμψη ειλικρινούς προσέγγισης της πραγματικότητας από τον κ. Τσίπρα, ωστόσο, δεν είχε, δυστυχώς, ίχνος αυτοκριτικής, όπως θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ενθυμούμενος ότι μόλις πρόσφατα στενοί συνεργάτες του κατέφευγαν σε προπαγανδιστικού τύπου δικαιολόγηση των λαθών του με επίκληση του γεγονότος ότι «είναι μόλις 44 ετών»…

Στην πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια λεκτική αποστροφή που είχε ως στόχο να αντλήσει μια ακόμη αφορμή για να επιτεθεί κατά των αντιπάλων του.

Το ίδιο βράδυ, εξάλλου, ο 36χρονος εκπρόσωπος της κυβέρνησής του Δημήτρης Τζανακόπουλος αξιοποιούσε τη δική του παρουσία στην κρατική τηλεόραση, στην οποία εμφανιζόταν –προφανώς κατ΄ απαίτησή του- μόνος του για να ισχυριστεί το εξής αμίμητο: «Ο κ. Μητσοτάκης θα δώσει εξηγήσεις σε ανώτατο ευρωπαϊκό επίπεδο για τα περί συναλλαγής στο Μακεδονικό».

Θα ήταν άξια καγχασμών και χλευασμού η συγκεκριμένη «ατάκα» του κ. Τζανακόπουλος, αν δεν επρόκειτο για ένα μνημείο δουλοπρέπειας. Δουλοπρέπεια η οποία επιβεβαιώνεται και με την παρασκηνιακή προσπάθεια που φαίνεται ότι καταβάλλεται για να βρεθεί τις επόμενες μέρες στην Αθήνα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προκειμένου, όπως αναφέρουν όλες οι πληροφορίες αλλά και οι διαρροές από την ίδια την κυβέρνηση, να ασκήσει πιέσεις για την έγκριση από την ελληνική Βουλή της διαβόητης Συμφωνίας των Πρεσπών.

Μένει, βεβαίως, να δούμε τι πραγματικά θα γίνει κατά την εδώ επίσκεψη της κυρίας Μέρκελ. Αλλά, όπως και να έχει, ξεπερνά ακόμη και τα πιο υψηλά μεγέθη πολιτικού αμοραλισμού που έχουν κατακτήσει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βλέπει κανείς τους κυβερνητικούς ιθύνοντες μιας ευρωπαϊκής χώρας να εναποθέτουν τις ελπίδες τους για αλλαγή των διαμορφωμένων εδώ και καιρό εσωτερικών πολιτικών συσχετισμών στην πιθανολογούμενη διάθεση των ξένων να… τιμωρήσουν τις ηγεσίες της αντιπολίτευσης επειδή υποστήριξαν κάτι που ασπάζεται η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, όπως μαρτυρούν όλες αναμφισβήτητα οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.

Ούτε στις πιο μαύρες εποχές του Εμφυλίου –όταν παιζόταν η παραμονή της χώρας στη σφαίρα επιρροής της Δύσης- δεν είχαν επενδυθεί τόσες ελπίδες στις παρεμβάσεις του διεθνούς παράγοντα για να… νουθετήσει τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις. Διότι -προσέξτε!- ο κ. Τζανακόπουλος δεν κάλεσε τους Ευρωπαίους να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν τα όσα είπε ο κ. Μητσοτάκης περί ανταλλαγής του Σκοπιανού με τη περαιτέρω περικοπή των συντάξεων, κάτι που θα μπορούσε να γίνει κατανοητό. Μίλησε, αντιθέτως, για «εξηγήσεις που θα δώσει» ένας Έλληνας πολιτικός αρχηγός σε ξένες ηγεσίες.

Όπως αποδείχθηκε, μάλιστα, η προσδοκία της… τιμωρίας του αρχηγού της ΝΔ δεν ήταν προϊόν μόνον της έμπνευσης του κυβερνητικού εκπροσώπου. Το Μέγαρο Μαξίμου μας πληροφόρησε ότι ο κ. Μητσοτάκης… φοβήθηκε να πάει στις Βρυξέλλες. Ενώ επίσης από διαρροές του πρωθυπουργικού γραφείου μάθαμε ότι ο –go back κυρία Μέρκελ- Αλέξης Τσίπρας έκανε, εν τέλει, τα παράπονα του στον… Πιέρ Μοσκοβισί!

Δεν είναι, πάντως, μόνον το «κάρφωμα» στους Ευρωπαίους που καταδεικνύει ότι το συνονθύλευμα που μας κυβερνά μπορεί να καταφύγει σε κάθε είδους παλαιοκομματική μεθόδευση, αδιαφορώντας για το πόσο καταγέλαστοι γίνονται στα μάτια της εγχώριας και της διεθνούς κοινής γνώμης εξαιτίας του πάθους με το οποίο προσπαθούν να παραμείνουν προσκολλημμένοι στις καρέκλες της εξουσίας.

Χρειάζεται να πάει κάποιος πολύ πίσω σε θολές ή σκοτεινές περιόδους της Ιστορίας –από αυτές που υποτίθεται στηλιτεύουν κάθε τρεις και λίγο οι ΣΥΡΙΖΑίοι- για να βρει αντίστοιχο παράδειγμα με το πρωτοφανές «αλισβερίσι» που βλέπουμε να εκτυλίσσεται προκειμένου να συγκεντρωθεί η απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να εγκριθεί από το ελληνικό Κοινοβούλιο η Συμφωνία των Πρεσπών.

Είναι δύσκολο, κατ΄ αρχάς, να ξεχαστεί ότι πίσω από την ανεξήγητη σπουδή της κυβέρνησης να «κλείσει» το Σκοπιανό άρον άρον και χωρίς ενημέρωση της Βουλής και των κομμάτων, υποκρυπτόταν η προσπάθεια να προκληθεί ρήγμα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αναμοχλεύοντας πάθη του παρελθόντος που πλήρωσε ακριβά η συντηρητική παράταξη.

Όταν, όμως, δεν κατάφεραν να διεμβολίσουν τη Νέα Δημοκρατία, δεν δίστασαν να βάλουν σε εφαρμογή το σχέδιο διάλυσης σχεδόν όλων των μικρότερων κομμάτων. Οι άνθρωποι που στηλίτευαν ως αποστασία κάθε διαφοροποίηση βουλευτή και κατηγορούσαν ως «αργυρώνητο» όποιον έδειχνε διάθεση να συνταχθεί με τη γραμμή άλλου κόμματος, όπως στην περίπτωση της προεδρικής εκλογής του 2014, δεν έχουν πρόβλημα να «ψαρέψουν» δεξιά και αριστερά υπουργούς και βουλευτές.

Τη μια επιστρατεύουν τον Φώτη Κουβέλη, τον οποίο στην προηγούμενη πολιτική περίοδο αποκαλούσαν «κουρέλι», την άλλη επικροτούν με θέση υφυπουργού την Κατερίνα Παπακώστα που μέχρι πρότινος αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ». Ενώ κινούν παρασκηνιακά τα νήματα, κρατώντας ουσιαστικά σε καθεστώς αιχμαλωσίας τρία κόμματα –το Ποτάμι, τους ΑΝΕΛ και την Ένωση Κεντρώων-, απειλώντας τα με διάλυση, αφού αρκεί η μετακίνηση ενός βουλευτή από καθένα εξ αυτών για να πάψουν να αναγνωρίζονται από τον Κανονισμό της Βουλής.

Συνοψίζοντας κανείς τα πρωτοφανή αυτά φαινόμενα, τα οποία, κακά τα ψέματα, λίγο απέχουν από όσα παρακολουθήσαμε να εκτυλίσσονται στα γειτονικά Σκόπια, δεν μπορεί να μην εκφράσει αποτροπιασμό για την οπισθοδρόμηση της κοινοβουλευτικής μας Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που θεωρούσαμε ότι με το τέλος της δικτατορικής περιόδου και κυρίως με τον ευρωπαϊκό δρόμο στον οποίο την οδήγησαν αρχικώς ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και εν συνεχεία ο Ανδρέας Παπανδρέου και οι υπόλοιποι πρωθυπουργοί που τους διαδέχθηκαν, είχε αφήσει πίσω τον αμοραλιστικό παλαιοκομματισμό.

Δυστυχώς, όμως, ο παλαιοκομματισμός είναι εδώ και τον ξαναζούμε στις χειρότερες εκδοχές του. Μάλλον διότι, όπως αναγνώρισε και ο κ. Τσίπρας «το παλιό και το νέο δεν έχουν να κάνουν με την ηλικία». Κρίμα!