Αν εξαιρέσει κανείς κάποιες λίγες φραστικές υπερβολές, όπως οι κινδυνολογικές αποστροφές ενός περιορισμένου αριθμού κυβερνητικών στελεχών για τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα μαζί με την κυβερνητική αλλαγή ή οι ισχυρισμοί του Αλέξη Τσίπρα ότι «δεν θα ξεμπερδέψουν έτσι εύκολα με την Αριστερά», σχεδόν τίποτε άλλο δεν θυμίζει ότι βρισκόμαστε δέκα μέρες πριν από την κορύφωση μιας κρίσιμης εκλογικής αναμέτρησης.
Αντιθέτως, ζούμε την πιο ήπια προεκλογική περίοδο, αν όχι από συστάσεως ελληνικού κράτους, σίγουρα της τελευταίας μεταπολιτευτικής 45ετίας. Ελάχιστες αφίσες στους δρόμους. Καθόλου ηχορύπανση στις πλατείες. Πουθενά δεν ηχούν εμβατήρια. Ούτε ακούγονται ντουντούκες που να καλούν τον κόσμο να συμμετάσχει σε ανοικτές συγκεντρώσεις για να κουνήσει πλαστικές σημαίες, συμβάλλοντας σε ένα στημένο τηλεοπτικό σόου με στόχο αποκλειστικά και μόνον τις εντυπώσεις.
Είναι, χωρίς αμφιβολία, απορίας άξιο πως ξαφνικά οι συνήθως φασαριόζοι Έλληνες μεταμορφωθήκαμε σε ψύχραιμους Ευρωπαίους που δεν θεωρούν ότι στην επερχόμενη κάλπη συγκρούονται δύο κόσμοι και ούτε αναμετρώνται το φως με το σκότος. Ακόμη και στα παραδοσιακά καφενεία, που το πάλαι ποτέ ήταν χωρισμένα ανάλογα με τα φρονήματα των θαμώνων τους, δεν συναντά κανείς ανθρώπους να λογομαχούν, πολύ περισσότερο να τσακώνονται για τη διαφορετική ψήφο που προτίθενται να ρίξουν.
Τα πρώτα δείγματα ότι κάτι αλλάζει στην πολιτική ατμόσφαιρα τα είχαμε ήδη από την παραμονή των πρόσφατων ταυτόχρονων αναμετρήσεων για την Ευρωβουλή και την Αυτοδιοίκηση. Τότε πολλοί απέδωσαν το φαινόμενο στην παραδοσιακή χαλαρότητα της ευρωψήφου και στο ότι δεν διακυβεύονταν η διακυβέρνηση της χώρας και άρα τα προνόμια που μεταφέρονται από μια ομάδα σε μια άλλη όποτε αλλάζουν νομέα τα κυβερνητικά οφίτσια.
Η άμεση, ωστόσο, προκήρυξη βουλευτικών εκλογών που ακολούθησε, όχι μόνον δεν αντέστρεψε την εικόνα, τροφοδοτώντας με πόλωση το πολιτικό σκηνικό, αλλά καταλάγιασε έτσι περαιτέρω τα πάθη, σε βαθμό τέτοιο που όποιος επισκέπτεται τη χώρα αυτή την περίοδο δεν βρίσκει κανένα σημάδι που να του δείχνει ότι πάμε σε εκλογές. Και μάλιστα σε εκλογές που σχεδόν μετά βεβαιότητας θα οδηγήσουν σε πολιτική αλλαγή.
Τι συνέβη, λοιπόν; Να οφείλεται αυτή η απροσδόκητη εικόνα στο γεγονός ότι όλοι οι πολιτικοί σχηματισμοί που διεκδικούν την εξουσία έχουν ψηφίσει Μνημόνια, παρά τις περί του αντιθέτου προγενέστερες διακηρύξεις τους; Ή να έχει επιδράσει καθοριστικά στη συμπεριφορά των Ελλήνων η πολύχρονη κρίση η οποία κατέδειξε ότι σε πολύπλοκα προβλήματα δεν υπάρχουν απλές λύσεις;
Όπως ακριβώς οι λύσεις στα πολύπλοκα προβλήματα δεν είναι απλές, το ίδιο συμβαίνει και με τις εξηγήσεις σύνθετων κοινωνικών μεταβολών, όπως προφανώς είναι το εντελώς διαφορετικό κλίμα υπό το οποίο οδεύουμε προς τις κάλπες. Με άλλα λόγια, είναι βέβαιο ότι οι παράγοντες που διαδραμάτισαν ρόλο σε αυτή τη διαφοροποίηση είναι περισσότεροι του ενός.
Η απομυθοποίηση, για παράδειγμα, των λαϊκίστικων βερμπαλισμών που βιώσαμε τα τελευταία χρόνια είναι σίγουρα ένας από τους λόγους που οι πολίτες δεν παθιάζονται και δεν παραληρούν στο άκουσμα μεγαλόστομων υποσχέσεων.
Η «λευκή πετσέτα», επίσης, που πέταξαν στο τερέν οι οπαδοί, οι φίλοι και τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης μετά την ψυχρολουσία που δοκίμασαν από την αναπάντεχη γι΄ αυτούς ήττα των ευρωεκλογών, είναι σίγουρα ένας ακόμη λόγος που συνέβαλε για να πέσουν οι τόνοι.
Από την άλλη, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το νέο ύφος με το οποίο πολιτεύθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης από τη μέρα που αναδείχθηκε στην ηγεσία του κόμματός του. Είτε επειδή, όπως λένε οι φίλοι του, έτσι είναι ο χαρακτήρας του, είτε διότι, όπως αντιτείνουν οι αντίπαλοί του, έτσι τον συμβούλεψαν οι επικοινωνιολόγοι του, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας χάραξε μια στρατηγική ήπιας πολιτικής αντιπαράθεσης που, κακά τα ψέματα, δεν άρεσε σε πολλούς ακόμα και μέσα στο κόμμα του.
Αντιμετώπισε αμυντικά σκληρές επιθέσεις που δέχθηκαν ο ίδιος, η σύζυγός του και συνεργάτες του. Πέρασε πολύς καιρός μέχρι να αποφασίσει να απαντήσει στις βολές που δεχόταν, αλλά και πάλι το έκανε τηρώντας προσχήματα και χωρίς τα υπερβαίνει τα εσκαμμένα, όπως τον συμβούλευαν ορισμένοι. Το αποτέλεσμα, ωστόσο, τον δικαίωσε. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Αλέξης Τσίπρας κατέρρευσε όταν διαπίστωσε ότι «δεν τον έχει», όπως νόμιζε ο ίδιος επειδή έτσι τον είχαν πείσει οι κλασσικοί αυλοκόλακες που δεν λείπουν από καμία πολιτική αυλή.
Όπως και να έχει, το ενδιαφέρον γι΄ αυτό το φαινόμενο της νέας προεκλογικής συμπεριφοράς που επιδεικνύουν, ενόψει της 7ης Ιουλίου, τα κόμματα, οι υποψήφιοι, αλλά και οι ψηφοφόροι επικεντρώνεται στο ερώτημα: Πρόκειται για κάτι πρόσκαιρο που οφείλεται στη «λευκή πετσέτα» που πέταξαν οι απογοητευμένοι κυβερνητικοί ή βρισκόμαστε μπροστά στο ξεκίνημα μιας νέας εποχής που οι πολίτες θα κάνουν τις επιλογές τους χωρίς πάθος και –γιατί όχι- χωρίς φόβο;
Ο καιρός θα δείξει…